“Βασίλης Βασιλειάδης, ένα οικουμενικό πνεύμα”, του Π. Πολυκάρπου

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

ΕΝΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ 

του Πολύκαρπου Πολυκάρπου

Μετά τον θόρυβο που ξεσήκωσε η αψυχολόγητη ενέργεια της Δημοτικής Αρχής να επέμβει στο χώρο του Μνημείου των Πεσόντων στο Μπλόκο της Καλογρέζας, ήρθε, νομίζω, η ώρα να θυμηθούμε τον δημιουργό του, τον Βασίλης Βασιλειάδη, τον Ιωνιώτη, τον Δημιουργό, τον Δάσκαλο.

ΠΡΟΚΡΙΜΜΑ

Το 1948, μετά από μία συνηθισμένη χειμωνιάτικη καταιγίδα, στη Νέα Ιωνία, προσφυγικό συνοικισμό, κάπου επτά χιλιόμετρα βόρεια της Αθήνας, ένας φιλέρευνος έφηβος, μαθητής του τοπικού Γυμνασίου, που έκανε τον ρομαντικό περίπατό του σε ένα χωματόλοφο που υπήρχε στην άκρη της αυλής του σχολείου, ανακάλυψε ότι το νερό της βροχής είχε ξεθάψει κομμάτια αρχαίων κεραμικών που είχαν χαραγμένο επάνω τους τον διπλό πέλεκυ. Ειδοποιήθηκε αμέσως η αρχαιολογική υπηρεσία. Οι ανασκαφές που διενεργήθηκαν, στη συνέχεια, έφεραν στο φως τρία θαυμάσια αγγεία πρωτογεωμετρικής περιόδου, που τώρα κοσμούν τις προθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου: ο νεαρός αυτός έφηβος ήταν ο Βασίλης Βασιλειάδης, που οι ευαισθησίες, η ζωηρή φαντασία και το ανήσυχο πνεύμα του, τον οδήγησαν στο δρόμο της τέχνης, έγινε ζωγράφος, σκηνογράφος και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ

Ο Βασίλης Βασιλειάδης, γεννήθηκε το 1927, στη Νέα Ιωνία της Αττικής.  Οι γονείς του ήσαν Μικρασιάτες πρόσφυγες από τη Σπάρτη της Πισιδίας. Είχε καλλιτεχνικές καταβολές γιατί ο πατέρας του, Κήρυκος, ήταν φημισμένος σχεδιαστής χαλιών και ο παππούς του αγγειοπλάστης. ΄Ετσι διαμορφωμένες μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον οι προϋποθέσεις αυτές, ευνόησαν την καλλιέργεια της ευαισθησίας και της φαντασίας του, και τον οδήγησαν στην μετέπειτα πορεία του.

Το 1940, ζωγραφίζει μια σειρά από γελοιογραφίες του Μουσολίνι, στις οποίες είναι διάχυτο το πατριωτικό κλίμα της εποχής, ενώ στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, συμβάλλοντας με τις δικές του δυνάμεις στο πνεύμα της Εθνικής Αντίστασης, δημιουργεί και μοιράζει μια σειρά από γελοιογραφικά αντιφασιστικά σχέδια.

Το 1943, σε ηλικία 17 ετών, όντας ακόμα μαθητής του, εξαταξίου τότε Γυμνασίου,( το οποίο τελειώνει το 1946) γράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών ως εξαιρετικό ταλέντο, όπου ευτύχησε να έχει δασκάλους, τον Κ. Μπισκίνη, στο σχέδιο, και τον Κ. Παρθένη στο εργαστήριο της Ζωγραφικής. Την ίδια εποχή διαμορφώνει τους δύο κύριους πόλους  των ενδιαφερόντων  και της δημιουργικής ενασχόλησης ολόκληρης της ζωής του: τη ζωγραφική και το θέατρο.

Τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών με δασκάλους τον Α. Βεάκη , τον Δ. Ροντήρη και τον Ιστορικό του Ελληνικού Θεάτρου Γιάννη Σιδέρη, με τον οποίον και συνδέθηκε με στενή φιλία.

Μετά το πέρας της στρατιωτικής του θητείας, κατά τη διάρκεια της οποίας εικονογράφησε το ναό του Αγίου Γεωργίου στο στρατόπεδο του Β΄ Σώματος Στρατού, στην Κοζάνη, φεύγει με υποτροφία του Ι. Κ. Υ για το Παρίσι και γράφεται στην Ανωτάτη Εθνική Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών.  Η διπλωματική του διατριβή με θέμα, Τα Ελληνικά Αγγεία, που αποσπά  ειδικό έπαινο, τον οδηγεί στο δίπλωμα με ειδίκευση στη γλυπτική. Ύστερα από την αποφοίτησή του, το 1960, παρακολουθεί μαθήματα σκηνογραφίας στην ΄Οπερα των Παρισίων και αφοσιώνεται συστηματικά στη σπουδή του σκηνικού χώρου, χτίζοντας πάνω σε γερά τα θεμέλια την κατοπινή καλλιτεχνική του δραστηριότητα.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το 1961, διορίζεται διευθυντής και καθηγητής στο Εργαστήριο Σκηνογραφίας και Ενδυματολογίας του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου [Σχολή Δοξιάδη] και παράλληλα ο Κάρολος Κουν του εμπιστεύεται τη διδασκαλία των ίδιων μαθημάτων στη Δραματική του Σχολή. Την ίδια χρονιά, εκλέγεται ομόφωνα ΄Εφορος του Φροντιστηρίου  Διακόσμησης και Σκηνογραφίας της Α. Σ. Κ. Τ.

Το 1974, επιμελήθηκε την Έκθεση Κυπριακού Θεάτρου που οργάνωσε το Θεατρικό Μουσείο Αθηνών, του οποίου  τη χωροταξική διαμόρφωση των αιθουσών   είχε αναλάβει μαζί με τον Γιάννη Σιδέρη και τον αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη.  Την ίδια χρονιά ματαιώνεται, εξαιτίας των τραγικών γεγονότων [πραξικόπημα εναντίον  του Μακαρίου και εισβολή των Τούρκων ], το ανέβασμα στην Κύπρο, στο Αρχαίο Θέατρο της Σαλαμίνας, του Δύσκολου του Μενάνδρου που επρόκειτο να ντύσει και να σκηνογραφήσει.

Το 1975, μετά από διδακτικό έργο 14 χρόνων στο φροντιστήριο σκηνογραφίας της Α. Σ. Κ. Τ, διεκδικεί, για δεύτερη φορά, την έδρα του σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσοβείου Πολυτεχνείου, και παρόλη της θέρμη υποστήριξη που βρήκε η υποψηφιότητά του από τον καθηγητή της Α. Σ. Κ. Τ., Παντελή Πρεβελάκη, τον Αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη και τον διευθυντή του Ι. Κ. Υ., Κ. Μπαρμπή, δεν εκλέγεται, πράγμα που τον γεμίζει με μεγάλη πίκρα.

Το 1977, φιλοτέχνησε την προτομή του Μένου Φιλήντα, του γνωστού μαχόμενου δημοτικιστή και γλωσσολόγου, η οποία στήθηκε στην ομώνυμη πλατεία της Νέας Ιωνίας.

«Για την εκτέλεση του έργου, ορειχάλκινου (ύψους 50 εκ.) με μαρμάρινη βάση δύο μέτρων, όπου θα χαρασσόταν η σχετική επιγραφή, απαιτήθηκαν δαπάνες 80.000 δραχμών, και εργασία τριών μηνών. Ο καλλιτέχνης ζήτησε ως αποζημίωση το ποσό των 100.000 δραχμών, αντί του διπλάσιου ποσού που ήταν το συνηθισμένο τίμημα για ανάλογα έργα, θεωρώντας το έργο αυτό ως προσφορά δική του προ τον Δήμο. Όπως έγραφε στο σχετικό γράμμα προς το Δήμαρχο της Νέας Ιωνίας (23 Απριλίου 1977), ‘….το έργο είναι προσφορά μου, ως δημότη του Δήμου Νέας Ιωνίας, όπου γεννήθηκα, ανδρώθηκα και έκανα τις εγκύκλιες σπουδές μου, προ τον Δήμο, όταν μάλιστα ληφθή υπ’ όψιν ότι η εργασία μου πάνω στην προτομή ήταν διάρκειας τριών μηνών και έγινε με ιδιαίτερη αγάπη και συγκίνηση’»[1]

Έκανε σκηνογραφίες και κοστούμια σε πολλά θέατρα: Θέατρο Τέχνης, Εθνικό Θέατρο, Κ.Β.Θ.Ε. Και στους Θιάσους: Χατζίσκου – Νικηφοράκη,  Αλέκου Αλεξανδράκη, Έλλης Λαμπέτη, ΄Ελσας Βεργή κ.α

Ελαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις, τιμήθηκε με πολλά βραβεία,[ 3ο βραβείο αφίσας Ε. Ο. Τ, κ. α]. ΄Εκανε διαλέξεις πάνω σε θέματα τέχνης και ποίησης, την οποία υπεραγαπούσε.

Εκτός από το Γιάννη Σιδέρη, ο Β. Βασιλειάδης, ανάπτυξε στενές φιλικές σχέσεις τον Γιάννη Τσαρούχη, η επίδραση του οποίου είναι φανερή στη ζωγραφική του, τον Γιάννη Ρίτσο, του οποίου εικονογράφησε πολλά βιβλία του, τον πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου, του οποίου τη μετάφραση της Παιδικής Μούσας του Στράτωνος κόσμησε με 13 υπέροχα σχέδια. Το ζεύγος Μινωτη –Παξινού, το οποίο ακολούθησε όταν αυτό εξεδιώχθη από το Εθνικό Θέατρο την περίοδο της χούντας, τον εκτιμούσε βαθύτατα. Αλλά και οι συνάδελφοί του και οι μαθητές του στην Α.Σ.Κ.Τ έτρεφαν γι αυτόν ένα άδολο θαυμασμό και μιαν  ανυπόκριτη εκτίμηση.

Ο Παντελής Πρεβελάκης, Συγγραφέας, Ιστορικός της Τέχνης, Ομότιμος Καθηγητής της Α.Σ.Κ.Τ. σημείωνε  σε επιστολή του, την 14ην Μαίου, 1975:

«Ο κ. Βασιλειάδης είναι ικανότατος σχεδιαστής, έχει προσέτι επιδείξει αξιολογότατα έργα ζωγράφου και γλύπτου. Ως σκηνογράφος έχει διακριθή πλειστάκις. Είναι εξ εμφύτου κλίσεως άριστος δάσκαλος, αφοσιωμένος πάση ψυχή εις το έργον του, εμπνευσμένος και ευρυμαθής. Οι μαθηταί του, άνευ εξαιρέσεως, τον ηγάπησαν και τον ετίμησαν. Εις κρισίμους περιστάσεις απέδειξε άψογον ήθος.»

Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, δήλωνε, στις 5 Μαίου, 1975:

«Ο Β. Βασιλειάδης είναι πράγματι καλλιτεχνική ιδιοφυία με σπάνια σχεδιαστικά χαρίσματα και έμφυτον αίσθημα διακοσμητικής.»

Ο ζωγράφος Αλέκος Κοντόπουλος,  έγραφε, στις 5 Μαίου, 1975:

«Είχα την ευκαιρίαν να γνωρίσω το έργον του νέου καλλιτεχνού κ. Β. Βασιλειάδη και διαπίστωσα ότι η εργασία του εν λόγω καλλιτεχνού χαρακτηρίζεται από μίαν αυστηράν επίδοσιν και απο μίαν συνεχή ποιοτικήν πρόοδον, η οποία δεικνύει έναν καλλιτεχνην σπανίας ικανότητος»

Ο Β. Βασιλειάδης είχε μεγάλη πνευματική καλλιέργεια και ευρύτατη παιδεία. Ήταν πολυμαθέστατος και τον ενδιέφερε κάθε εκδήλωση τέχνης και πολιτισμού. Αφιέρωνε μεγάλο χρόνο στο διάβασμα. Μελετούσε ιστορία, πεζογραφία, ποίηση και θέατρο. ΄Εδινε ιδιαίτερη σημασία στη γλώσσα, την οποίαν ο ίδιος χειριζόταν με γνώση, κομψότητα και χάρη. Τον ενδιέφερε η ορθή γλωσσική διατύπωση και καταδίκαζε τους γλωσσικούς βαρβαρισμούς. Είχε ξεχωριστή αίσθηση του ωραίου,   πνεύμα εκλεκτικό και εκλεπτυσμένο γούστο.

Ο θάνατος, οφειλόμενος σε ατύχημα,  τον βρήκε στις 4 Μαρτίου 1991, στο σπίτι του, και ήταν πραγματικά μεγάλη απώλεια για την τέχνη και για τους φίλους του.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος ο Β. Βασιλειάδης στάθηκε μοναδικός. Με γερά εργαλεία του το χρώμα, το σχέδιο και τη γλυπτική, υπηρέτησε γόνιμα το θέατρο. Η σκηνογραφική δουλειά του δείχνει τη πολυμέρεια των γνώσεων που είχε πάνω στην ιστορία της τέχνης, στην αρχιτεκτονική, στη διακόσμηση,  ενώ η ανατομία του σώματος και οι αρχές της κινησιολογίας τον βοηθούν στις ενδυματολογικές του προτάσεις.

Ο Ν. Γ. Μοσχονάς, γράφει σχετικά στον τιμητικό τόμο που εξέδωσε το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Νέας Ιωνίας, το 1998[2]:

«Ως εικαστικός καλλιτέχνης που βιώνει το θέατρο δρα στον τομέα της σκηνογραφίας και της ενδυματολογίας αλλά έχοντας έμφυτη αγάπη και κλίση στην υποκριτική συμμερίζεται και τη θέση του ηθοποιού και ενδιαφέρεται για τη σχέση του με τον σκηνικό χώρο. Κύριο μέλημα του ήταν η προσέγγιση του θεατρικού έργου με αγάπη, η κατανόηση των προθέσεων του δραματουργού, η σύλληψη του εσωτερικού νοήματος του έργου και η ανάγκη να προβληθεί το νόημα του μέσα από την αρμονικά συγκροτημένη σχέση της θεατρικής πράξης με το συμβατικό σκηνικό χώρο»

«Σκοπός του σκηνογράφου,» έλεγε ο ίδιος, «δεν είναι να εντυπωσιάσει το θεατή, αλλά να περιγράψει σωστά το σκηνικό χώρο αποδίδοντας το πνεύμα  του συγγραφέως και συμβάλλοντας ουσιαστικά στην ανάδειξη της θεατρικής πράξης.»

Γράφει ο ίδιος στο πρόγραμμα της παράστασης της Πάπισσας Ιωάννας, στο υπαίθριο θέατρο του Εθνικού Κήπου, από το Θίασο του Νίκου Χατζίσκου: [1963]

«Ο τρόπος που ακολούθησα στην Πάπισσα Ιωάννα είναι αντίστροφος απ’ ό, τι συνηθίσαμε να βλέπουμε στα κηποθέατρα……δε θάταν σωστό να κατασκευαστούν χτιστά σκηνικά που προσπαθούν να ξεγελάσουν με το νατουραλισμό τους και καταργούν τη θεατρική σύμβαση. Το αντίθετο, η σύμβαση εδώ πρέπει να είναι υπογραμμισμένη……Δοκίμασα να ισορροπήσω αρμονικά, μέσα στη σύγχρονη αίσθηση του χρώματος και της φόρμας, επίπεδα, μάζες, όγκους, χρώματα, αξίες, γραμμές πλάγιες, κατακόρυφες, καμπύλες, και να δημιουργήσω ένα φόντο απολύτως απαραίτητο που θ’ αναδείξει τον ΗΘΟΠΟΙΟ»

Ο ίδιος πάλι γράφει στο πρόγραμμα της παράστασης του έργου του Στρατή Καρρά, Οι Παλαιστές, του θιάσου Μινωτή – Παξινού: (1969)

«…..Η ομορφιά της σκηνογραφίας είναι η αναγκαιότης της. Η σκηνογραφία παίζει κι αυτή ένα ρόλο στο θέατρο — Είναι το βάθρο και το φόντο που θα αναδείξει και θα βοηθήσει τους ηθοποιούς να μας γοητεύσουν. Ο σκηνογράφος οφείλει να συλλάβει και να οργανώσει τον σκηνικό χώρο, όπου θα αναπτύξει τη σκηνική του δράση ο ηθοποιός. Η καταλληλότητα και η λειτουργικότητα του χώρου ήταν και είναι η προϋπόθεση για τη σωστή σκηνική παρουσία του ηθοποιού…..»

Με τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι  ο Β. Βασιλειάδης ήταν πολέμιος του θεατρικού νατουραλισμού και της ηθογραφίας, υπέτασσε τη δουλειά του στο πνεύμα του συγγραφέα και θεωρούσε τον ηθοποιό ως τον κύριο παράγοντα της θεατρικής μαγείας. Είχε την ικανότητα να υπεισέρχεται στη θέση του ηθοποιού και να βλέπει από την οπτική του τη λειτουργία της παράστασης. Γι αυτό και τα σκηνικά του προσαρμόζονταν σε μια «πραγματιστική αντίληψη» της παράστασης, που άφηνε τον ηθοποιό ελεύθερο να εκφράσει όλη τη γκάμα της τέχνης του. Η αφαιρετική μέθοδός του, απέρριπτε κάθε τι το περιττό και, προχωρώντας με περιέχουσα λιτότητα, στόχευε στη ρεαλιστική ανάδειξη του  θεατρικού φαινομένου καθόλου.

Πρώτος υποδέχτηκε τον Βασιλειάδη στο χώρο του θεάτρου ο Μανώλης Σκουλούδης, ο οποίος έγραψε, στον Ελεύθερο , στις 14 Ιουλίου 1963, για τη δουλειά του στην Πάπισσα Ιωάννα, [ Θίασος Χατζίσκου]:

« Ο Β. Β. , με τις ανάλαφρες και αρμονικότατες σε χρώμα συνθέσεις του, τις τόσο δεμένες με το θέμα και το τοπίο και τόσο μαστορικά βοηθητικές για τον άνετο και γοργό ρυθμό της παράστασης, μου έδωσε ολοκληρωμένη την αίσθηση της εισόδου ενός σπουδαίου ταλέντου στο χώρο της θεατρικής μας ζωής και μου προκάλεσε συγκινήσεις που είχα να νιώσω από τον καιρό των πρώτων εμφανίσεων του Γιάννη Τσαρούχη και του Νικολή Χατζή-κυριάκου Γκίκα. Τον συγχαίρω………»

Ο Ηλίας Βενέζης, σχολίαζε, στην Ελευθερία, 24 Ιουνίου 1965,  το σκηνικό του Αγαμέμνονα στην Επίδαυρο [σκηνοθεσία Α. Μινωτή, Κλυταιμνήστρα Κ. Παξινού]:

«….ο Βασιλειάδης έστησε ένα σκηνικό που όταν το είδε προχθές στην Επίδαυρο ο Βισκόντι είπε: « Μάλιστα. Αυτό είναι σκηνικό σ’ ένα θέατρο οσάν της Επιδαύρου…»

Ο Θόδωρος Κριτικός [Θόδωρος Χατζηπανταζής], έγραφε, στην Ακρόπολη, στις 9 Φεβρουαρίου 1969, για τον Πατέρα του Στρίντμπεργκ:

«……..Αυτή την υπερρεαλιστική διάσταση του έργου θέλει ασφαλώς να εκφράσει το βασικά ρεαλιστικό σκηνικό του Β. Βασιλειάδη, από το οποίο έχει αφαιρεθεί μεγάλο μέρος του πίσω τοίχου, για να φανερώσει τις απειλητικές σιλουέτες γιγαντιαίων δέντρων, που απλώνουν τα γυμνά κλαδιά τους…….»

Για την παράσταση της Τρελής του Σαγιώ, στο Εθνικό Θέατρο, ο Αλέξης Διαμαντόπουλος, σημείωνε στη Μεσημβρινή, 28 Ιανουαρίου 1966:

« Τα σκηνικά του Βασιλειάδη άξιζαν το χειροκρότημα που πήραν. Έδωσε εξαίρετες λύσεις. ΄Εδειχναν και υπογράμμιζαν μόνον ό,τι έπρεπε και ό,τι είναι γνήσιο Παρίσι….»

Το ίδιο επαινετικός είναι και ο Αλκ. Μαργαρίτης, για το σκηνικό του Φιλοκτήτη, [σκηνοθεσία Α. Μινωτή ,Επίδαυρος 1977], σ’ Τα Νέα, 30 Ιουλίου, 1977:

«..Υποβλητική της αγριότητας του τοπίου και της απελπιστικής μοναξιάς του Φιλοκτήτου η σκηνογραφία του κ. Βασίλη Βασιλειάδη….»

Στη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας ο Β. Βασιλειάδης σκηνογράφησε πενήντα έξι ανεβάσματα τριάντα εννέα συνολικά θεατρικών έργων.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο Βασίλης Βασιλειάδης υπήρξε πνεύμα οικουμενικό και ανήσυχο. Η προσωπικότητά του παρόλη της ευρωπαϊκή του κουλτούρα απηχούσε  τις ανατολίτικες ρίζες του, τις οποίες ποτέ δεν αρνήθηκε Ήταν ζωγράφος, γλύπτης, σχεδιαστής, διακοσμητής, σκηνογράφος, ενδυματολόγος και ένας σφαιρικός άνθρωπος του θεάτρου, αφού υπήρξε και ηθοποιός και σκηνοθέτης. Η προσφορά του στον τομέα της διδασκαλίας της σκηνογραφίας, στην οποίαν αφοσιώθηκε και στην οποίαν αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, είναι ανυπολόγιστη.  Διαλογίστηκε με βαθιά λογιοσύνη πάνω στη τέχνη και τη ζωή και έφυγε γεμάτος με την πίκρα που είναι πεπρωμένο να κουβαλούν οι πραγματικοί άνθρωποι σ’ αυτόν τον «ψεύτικο κόσμο».

Αν σήμερα, φίλε αναγνώστη, τριάντα  τόσα χρόνια μετά την απρόσμενη εκδημία του,  εκλάβεις τις παραπάνω γραμμές σαν ένα μεταχρονολογημένο μνημόσυνο στον άνθρωπο που υπήρξε πατριώτης μου, φίλος μου και δάσκαλός μου, θα σου είμαι ευγνώμων ες αεί.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Μοσχονάς Γ. Νίκος, Βασίλης Βασιλειάδης, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Νέας Ιωνίας[Αττικής], Νέα Ιωνία, 1998.
  • Προγράμματα των Παραστάσεων.
  • Προσωπικό μου αρχείο.

[1] Νίκος Μοσχονάς, Βασίλης Βασιλειάδης, Πνευματικό Κέντρο Νέας Ιωνίας, Νέα Ιωνία, 1998, σ. 34-35.

[2] Βλ. Ν.Γ. Μοσχονάς, Βασίλης Βασιλειάδης, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Νέας Ιωνίας, Νέα Ιωνία, 1998,σ. 40-41.

Κάντε ένα σχόλιο

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ