Οι τραπεζικές συναλλαγές για τις επιχειρήσεις

Του Οικονομικού Επόπτη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, φοροτεχνικού, Παναγιώτη Παντελή

Σε συνεργασία με τους φοροτεχνικούς Ηλία Χατζηγεωργίου και Παναγιώτη Τσουκαλά – Τζίκα.


Κάθε χρόνο το κλείσιμο της χρονιάς, όσον αφορά τις λογιστικές εργασίες, φέρνει μια σειρά διαδικασιών που πρέπει να ακολουθήσουν τα λογιστήρια των επιχειρήσεων, προκειμένου να είναι προετοιμασμένες για με το νέο έτος να φέρουν εις πέρας τις υποχρεώσεις και να στείλουν τις φορολογικές δηλώσεις χωρίς προβλήματα τα οποία επιφέρουν πρόστιμα.

Μια από τις εργασίες που απαιτείται να γίνει είναι και αυτή που θα απασχολήσει στο εβδομαδιαίο ραντεβού μας, είναι οι συναλλαγές που οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν κάνει με τραπεζικό μέσο πληρωμής.

Αφενός, στην περίπτωση των εσόδων, οι συναλλαγές που γίνονται με άλλες επιχειρήσεις άνω των 500€ καθαρής αξίας θα πρέπει να εκτελούνται μέσω τραπεζικού μέσου πληρωμής, ώστε να αναγνωριστεί σαν έξοδο στην αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση. Στην περίπτωση όμως που η πώληση γίνεται σε ιδιώτη, αν είναι άνω των 500€ θα πρέπει να εξοφλείται με τραπεζικό μέσο πληρωμής. Στην περίπτωση ελέγχου αν διαπιστωθεί το αντίθετο, ότι δηλαδή μια σειρά συναλλαγών λιανικής φύσεως άνω των 500€ πληρώθηκαν με μετρητά, προβλέπεται ένα ενιαίο διοικητικό πρόστιμο.

Αφετέρου, στην περίπτωση των εξόδων, μια σειρά επιχειρηματικών δαπανών θα πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί με τραπεζικό μέσο πληρωμής για να αναγνωριστούν και να μην αναμορφωθούν, με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης.

Αναλυτικά:

  • Οι δαπάνες Μισθοδοσίας. Από 01/06/2017 και μετά οι δαπάνες μισθοδοσίας για να εκπίπτουν σαν έξοδο της επιχείρησης πρέπει να γίνονται υποχρεωτικά μέσω τραπεζικού μέσου πληρωμής.
  • Δαπάνη αγοράς αγαθών ή λήψης υπηρεσιών άνω των 500€ καθαρής αξίας τιμολογίου. Το συγκεκριμένο μέτρο ξεκίνησε να ισχύει από 01/01/2014.
  • Εξόφληση Ενοικίου επαγγελματικής στέγης. Μετά τη δημοσίευση του Ν.4646/2019 από 01/01/2020 και έπειτα, οι δαπάνες ενοικίων (έδρας, υποκαταστημάτων, γραφείων, αποθηκών κλπ.) θα πρέπει να γίνονται με τραπεζικό μέσο πληρωμής για να αναγνωρίζονται και να μην αναμορφώνονται.

Βέβαια στο όλο εγχείρημα των τραπεζικών μέσων πληρωμής δε θα μπορούσαν να μη συμπεριληφθούν και τα φυσικά πρόσωπα – καταναλωτές. Από 1/1/2020 αυξάνεται αρκετά το ζητούμενο ποσοστό από τους φορολογούμενους, ενώ παράλληλα εισέρχονται στη διαδικασία συλλογής ηλεκτρονικών αποδείξεων και νέες κατηγορίες φορολογουμένων. Στη διαδικασία ως γνωστών, θα μπουν και όσοι έχουν εισοδήματα από ενοίκια καθώς και οι ελεύθεροι επαγγελματίες.

Από 1/1/2020 και μετά, το ζητούμενο ποσοστό των αποδείξεων θα είναι το 30% των εισοδημάτων του φορολογούμενου από τρεις διαφορετικές πηγές αθροιστικά (τους μισθούς – συντάξεις, τα ενοίκια και τις ατομικές επιχειρήσεις).

Ανώτατο όριο των ζητούμενων αποδείξεων θα είναι οι 20.000€. Αν υπάρχει κατασχεμένος τραπεζικός λογαριασμός, τότε, το ανώτατο ζητούμενο ποσό διαμορφώνεται στις 5.000€. Σε περίπτωση όπου οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί εντός του έτους, αθροιστικά για ΕΝΦΙΑ, φόρο εισοδήματος, ενοίκια, δάνεια, ξεπερνούν το 60% του συνολικού εισοδήματος, το ζητούμενο ποσοστό διαμορφώνεται στο 20%.

Σε κάθε περίπτωση, όσοι δεν συλλέξουν το ζητούμενο ποσό θα επιβαρυνθούν με επιπλέον φόρο που θα ισούται με το 22% επί του ποσού της διαφοράς.

Όπως έχουμε αναφερθεί και σε παλαιότερα άρθρα μας, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές σαφώς και προσφέρουν αρκετά πλεονεκτήματα στις επιχειρήσεις όπως για παράδειγμα αμεσότητα, κερδισμένες εργατοώρες (αφού μειώνονται οι σειρές στις τράπεζες), διαφάνεια και μειώσεις ταμειακών λαθών.

Από την άλλη είναι ένα επιπλέον όπλο στα χέρια του κρατικού μηχανισμού, στην προσπάθειά του να μειώσει τα φαινόμενα φοροδιαφυγής. Βέβαια, από την πραγματική πάταξή της απέχουμε αρκετά, δεδομένου ότι δεν υπάρχει μόνο στις συναλλαγές με τους καταναλωτές.

Μελετώντας όλα τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε ότι σταδιακά δημιουργείται ένας μηχανισμός ώστε να ωθούνται όλο και περισσότερες συναλλαγές στα τραπεζικά συστήματα. Κάτι που σαν σκέψη και τακτική, αρχικά, δε μπορεί να μας βρει αντίθετους, αφού οι περισσότερες σύγχρονες οικονομίες ξένων κρατών προσπαθούν να περιορίσουν ή ακόμη και να καταργήσουν τις συναλλαγές με μετρητά.

Βέβαια, καλό θα ήταν, παράλληλα με την ώθηση προς το τραπεζικό σύστημα, να ανοίξουν και κάποια άλλα θέματα που αφορούν άμεσα τις συναλλασσόμενες επιχειρήσεις με τις τράπεζες. Τα δύο μεγαλύτερα από αυτά είναι οι κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών από το δημόσιο, αλλά και οι τραπεζικές προμήθειες που όλο και αυξάνονται.

Όσον αφορά τις δεσμεύσεις από το δημόσιο, ως γνωστών εάν ληφθούν μέτρα και μπλοκαριστεί ένας τραπεζικός λογαριασμός, αποδεσμεύεται κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις. Στο κομμάτι της εφορίας δίδεται δικαίωμα ενός ακατάσχετου λογαριασμού, μέχρι το μηνιαίο όριο των 1.250€. Για να αποδεσμευτούν πλήρως οι τραπεζικοί λογαριασμοί, θα πρέπει να αποπληρωθεί το σύνολο της οφειλής βάσει της οποίας προέκυψε η δέσμευση, ακόμα και αν γίνει χρήση της πάγιας ρύθμισης οφειλών.

Αυτονόητο είναι ότι τα 1.250€ είναι πολύ λίγα για να καλυφθούν οι πάγιες μηνιαίες ανάγκες της επιχείρησης οι οποίες είναι πληρωμές προμηθευτών, μισθοδοσία προσωπικού, ασφαλιστικά ταμεία, ενοίκιο, λογαριασμοί ΔΕΚΟ και μία σειρά άλλων υποχρεώσεων.

Στα ταμεία τα πράγματα είναι λίγο ποιο διαλλακτικά αφού με την ένταξη των οφειλών σε ρύθμιση παγώνουν τα μέτρα είσπραξης, μέχρι νεοτέρας βέβαια. Στην περίπτωση αυτή, οι 12 δόσεις πολλές φορές αποδεικνύονται ελάχιστες και το ποσό της δόσης υπέρογκο, με συνέπεια να μη μπορεί να στηριχθεί από την επιχείρηση.

Μία λύση σαφέστατα θα ήταν να επανεξεταστεί το καθεστώς παγώματος των μέτρων, αυξάνοντας το όριο του ακατάσχετου ορίου, γεγονός που θα εξυπηρετήσει όλους τους φορολογούμενους. Άλλωστε, υπάρχει μία ξεχασμένη διάταξη που αναφέρει την αύξηση του ακατάσχετου ορίου, όταν οι οφειλές έχουν ενταχθεί στην πάγια ρύθμιση.

Εκτός αυτού όμως θα πρέπει να ανοίξει πάλι η συζήτηση για τη δημιουργία ακατάσχετου επαγγελματικού λογαριασμού, στον οποίο οι επιχειρήσεις θα εισπράττουν τα έσοδα των pos και θα τα χρησιμοποιούν προκειμένου να καλύπτουν τις ανάγκες τους.

Όσον αφορά το μέρος των τραπεζικών προμηθειών, είναι γνωστό ότι είναι αρκετά υψηλές σε όλα τα επίπεδα είτε μιλάμε για της προμήθειες των Pos, είτε ακόμη και για τις προμήθειες των τραπεζικών συναλλαγών γενικότερα. Ακόμα και στις πληρωμές μισθοδοσίας ή ενοικίου έχουν υπάρξει ουκ ολίγες περιπτώσεις όπου υπήρχε διένεξη μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων για το ποιος θα πρέπει να επιβαρυνθεί την τραπεζική αμοιβή. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να εξεταστούν τρόποι ώστε αυτές οι χρεώσεις να μειωθούν, διότι επιβαρύνουν αρκετά τις επιχειρήσεις.

Πηγή: www.e-forologia.gr

Κάντε ένα σχόλιο

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ