Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.
Με την υπ. αριθμ. 828/2020 απόφαση του το Ε ΄Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε σύμφωνα με την νέα μεταβατική διάταξη του άρθρου 469του Ποινικού Κώδικα αναφορικά με το ποια από τα χρέη που περιλαμβάνονται στους πίνακες χρεών που συντάσσουν οι ΔΟΥ και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κατηγορητηρίου που συντάσσεται από τους αρμόδιους Εισαγγελείς για το αδίκημα της φοροδιαφυγής του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου φορολογουμένου, καθώς τυποποιούνται ως άλλα φορολογικά – ποινικά αδικήματα σύμφωνα με τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 66 του ΚΦΔ.
Ειδικότερα, η εν λόγω απόφαση έκρινε επί αίτησης αναίρεσης που άσκησε κατηγορούμενος, που είχε καταδικαστεί από το Εφετείο Πλημμελημάτων σε συνολική ποινή φυλάκισης τριών ετών με αναστολή για χρέη προς το Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 25 του Ν.1882 /1990 και συγκεκριμένα για χρέη που περιλαμβάνονταν στον συνημμένο στην αίτηση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ για την άσκηση της ποινικής δίωξης, αλλά και στο συνταχθέν κατηγορητήριο, καθώς ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι, μετά την καταδίκη του τέθηκε σε εφαρμογή η ευνοϊκότερη εν προκειμένω μεταβατική διάταξη του άρθρου 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, η οποία τροποποίησε την διάταξη του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 και προβλέπει ότι, στην αίτηση και στον πίνακα χρεών, που υποβάλλονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του φορολογουμένου , τα χρέη του που προέρχονται από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας , μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις τους , τους τόκους και τις λοιπές επιβαρύνσεις.
Ειδικότερα και σύμφωνα με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης κρίθηκαν τα εξής:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από την 1η-7-2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4619/2019) νέου Ποινικού Κώδικα, «αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Προδήλως είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά αυτή (πράξη) ανέγκλητη.
Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. δ’, 514 εδ. δ’ περ. β’ και 518 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 3/1995).
Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, ανάλογα με το αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του ποσού του χρέους. Ακολούθως, το ως άνω άρθρο (25 Ν. 1882/1990) αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, με το οποίο, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη καταβολής. Στη συνέχεια, η παρ. 1 του άρθρου 25 συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α’ 110/17-5-2002) και ακολούθως το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 34 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ Α’ 15/28-1-2004). Μετά την τελευταία αντικατάσταση, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και στα τελωνεία, κατά τον, ως κατωτέρω, χρόνο καταβολής των επίδικων χρεών: 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο είσπραξής τους, ορισθέντος ότι χρόνος είσπραξης είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίστηκαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: «1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό».
Τέλος, με το άρθρο 8 του Ν. 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο (δωδέκατο) στο Ν. 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε ότι «τα ποσά των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, των περιπτώσεων α’ και β’, αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 («Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους»), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα». Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λ.π., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες, προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις, αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο κατά τον οποίο το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποία τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχόμενων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών. Πρόκειται, δηλαδή, για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα.
Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών• ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη κατα βολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά το χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από το νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, ο οποίος (δόλος) πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενιαιοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κλπ.). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος.
Τέλος, με το άρθρο 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από την 1η-7-2019, ορίζεται ότι «Μετά το εδάφιο β’ της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής: «Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις».
Με τη διάταξη αυτή του νέου Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται, με τον αναφερόμενο σ’ αυτή τρόπο, το προβλεπόμενο από το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη φορολογική διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μαζί με τη χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, αν δεν καταβληθεί η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το προϊόν που αποκομίστηκε ή επιδιώχθηκε με τις εν λόγω φορολογικές παραβάσεις αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του ΚΦΔ.
Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά – χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι, μεταξύ των άλλων, τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώριση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της φορολογικής διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση, ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση, ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών, ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997) και από τη μη έκδοση, ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λ.π. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. Εξάλλου, η επιβληθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υποχρέων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β’ και Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., θεσπίστηκε ως φόρος επί του εισοδήματος. Ο νομοθέτης στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι, η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες που περιγράφονται στο νόμο, αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος, στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, το προβλεπόμενο πάγιο ποσό φόρου (ΣτΕ 89/2019). Έτσι, η αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, τυποποιείται, επίσης, στα εγκλήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ, οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται για την άσκηση ποινικής δίωξης από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τα ελεγκτικά κέντρα, ή το τελωνείο προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους.
Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, στην οποία αναφέρεται ότι, στην αίτηση και στον συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β’ του Ν. 1882/1990), δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λ.π. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αδικήματα, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο, ως αδίκημα του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), έχει καταστεί ανέγκλητη.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990) και ειδικότερα για το ότι: «Στο …, στις 27-1-2014, ο κατηγορούμενος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία «… Ο.Ε.», της οποίας τυγχάνει ομ. εταίρος, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη …, σύμφωνα με τον αριθ. Ειδ. Βιβλίου …2013 που συνοδεύει ως ανυπόστατο μέρος αυτής την από 17-10-2013 Αίτηση Ποινικής Δίωξης του Προϊσταμένου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε το ποσό του 1.695.487,62 ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτής προς το Δημόσιο, όπως ακριβώς αναφέρονται στον κατωτέρω πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (ακολουθεί Πίνακας Χρεών της Δ.Ο.Υ. …….με Α/Α και έτος …2013 στο όνομα του αναιρεσείοντος με ΑΦΜ … , με στοιχεία βεβαίωσης Δ.Ο.Υ., Οικ. έτη 2003, 2004, 2011, 2012 και 2013, είδος φόρου: 1. Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. (άρθρ. 53 παρ. 1 ν. 4021/2011), 2. ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔ/ΤΟΣ Ν. 3986/2011, 3. ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΠΡΟΣΦΥΓΗ, 4. ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΠΡΟΣΦΥΓΗ, 5. ΠΡΟΣΤΙΜΟ Φ.Π.Α., 6. ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΜΗ ΠΑΡΑΚΡ.), 7. ΕΞΟΔΑ ΕΠΙΔ. ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤ. ΠΡΑΞ. ΠΟΛ 188/2011, 8. Φ.Π.Α. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ, 9. Φ.Π.Α. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ, με ημερομηνίες βεβαίωσης 3-12-2012, 31-10-2011, 4-4-2012, 4-4-2012, 26-4-2012, 11-12-2012, 7-2-2013, 18-2-2013 και 18-2-2013, αντίστοιχα, και με απαιτητό σύνολο 1. 695.487,62 ευρώ).
Όμως, από την επισκόπηση του προαναφερόμενου πίνακα χρεών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, έχουν ληφθεί υπόψη χρέη από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, τα χρέη δε αυτά δεν αποτελούν πλέον, μετά την 1η-7-2019, οπότε άρχισε να ισχύει ο νέος Ποινικός Κώδικας, κατά το άρθρο 469 αυτού, στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη.
Ειδικότερα, τα χρέη αυτά είναι τα ακόλουθα: 1. Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. (άρθρ. 53 παρ. 1 ν. 4021/2011), 2. ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔ/ΤΟΣ Ν. 3986/2011, 3. ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΠΡΟΣΦΥΓΗ, 4. ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΠΡΟΣΦΥΓΗ, 5. ΠΡΟΣΤΙΜΟ Φ.Π.Α., 6. ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΜΗ ΠΑΡΑΚΡ.) και 8. Φ.Π.Α. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ, 9. Φ.Π.Α. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ. Κατά συνέπεια, αφού, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης, ίσχυσε, κατά τα προαναφερθέντα, ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019), στο άρθρο 469 του οποίου περιέχεται η ως άνω επιεικέστερη διάταξη, κατά την οποία τα χρέη από ποινικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως τα εν λόγω (χρέη), ανεξάρτητα από το ύψος τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος, καθίσταται πλέον ανέγκλητη η ως άνω πράξη, ως αδίκημα του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, και, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, συντρέχει νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του ως άνω επιεικέστερου νόμου, που άρχισε να ισχύει από την 1η-7-2019.
Περαιτέρω, το ποσό του υπόλοιπου χρέους του πίνακα δεν υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ, το οποίο, κατά το άρθρο 25 παρ. 1α’ του Ν. 1882/1990, απαιτείται για να είναι αξιόποινη η πράξη. Συνεπώς, η πράξη της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, είναι πλέον ανέγκλητη. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 του ΠΚ και 511 εδ. δ’ του ΚΠοινΔ, της επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 469 του ΠΚ, να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων για την πράξη της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, κατά το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠοινΔ.