90 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης

ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤ. ΠΑΡΑΤΑΞΗΣ “ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ” (2/10/12)

90 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Τα έτη 1919-1922 αποτέλεσαν χρόνια σημαντικότατων αλλαγών για την ιστορία της Ελλάδος και των Ελλήνων και αυτό θα συνέβαινε ανεξάρτητα από το αν η έκβαση των επιχειρήσεων ήταν νικηφόρα ή αν κατέληγε σε ήττα, όπως κι έγινε. Οι φλόγες και οι καπνοί που για 7 ολόκληρες ημέρες σκέπαζαν τον ουρανό της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922 δεν ενταφίασαν απλά τα ιμπεριαλιστικά όνειρα της ελληνικής αστικής τάξης, αλλά κυρίως κατέστρεψαν τις ζωές 1.200.000 ελλήνων μικρασιατών και ποντίων που κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, των χιλιάδων νεκρών που έμειναν πίσω και τους μη καταμετρημένους χιλιάδες πρόσφυγες που πέθαναν από τις κακουχίες των πρώτων ημερών της προσφυγιάς. Έθεσαν σε δοκιμασία ολόκληρη την ελληνική κοινωνία που μέσα έπρεπε να δεχτεί και τελικά να ενσωματώσει προσφυγικό πληθυσμό λίγο μεγαλύτερο από το 1/5 του ντόπιου πληθυσμού

Η ευθύνη βαραίνει την ελληνική αστική τάξη. Για να εξυπηρετήσει τις επιδιώξεις της επωμίστηκε το ρόλο του χωροφύλακα των μεγάλων δυνάμεων και πλήρωσε την ύβρη που επέδειξε πάνω στον τουρκικό πληθυσμό και την ουσιαστική αδιαφορία για τον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό.

Η ελληνική εμπλοκή και η αποτυχία στην Μικρά Ασία είναι ανέφικτο να εξεταστούν και να γίνουν αντιληπτές έξω από το πεδίο της διεθνούς πολιτικής και οικονομικής σκηνής. Το να μεταφράζεται ο πόλεμος και η καταστροφή της Σμύρνης ως μια διαμάχη μεταξύ προαιώνιων εχθρών ή ως μια διμερής διαφωνία της Ελλάδος και της Τουρκίας δεν μπορεί να καλύψει ολόκληρο το φάσμα των γεγονότων.

Από τα παραπάνω βγαίνει το παρακάτω συμπέρασμα. Αν θέλουμε να βρούμε ποιες ήταν οι πραγματικά αντίπαλες πλευρές στον μικρασιατικό πόλεμο, τότε δεν πρέπει να αναζητήσουμε τη λύση με αμιγώς εθνικά κριτήρια. Αν «οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα» στην προκείμενη περίπτωση διακρίνεται ξεκάθαρα το γεγονός ότι ούτε τα καπιταλιστικά οικονομικά σχέδια δεν λογαριάζουν καμιά πατρίδα, καθώς ήταν τα συμφέροντα όλων αυτών των εκπροσώπων των αρχουσών τάξεων, είτε σύμμαχα είτε συγκρουόμενα, που έπαιξαν ρόλο στην καταπάτηση των δικαιωμάτων απλών ανθρώπων που κατοικούσαν στις περιοχές της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και της Ελλάδας) και προκάλεσαν την καταστροφή τους.

Τα παραπάνω δεν αποτελούν αφορμή για ηθικολογίες. Θεωρείται όμως απαραίτητο να αναδειχθεί ότι στην πραγματικότητα τα απλά θέλω των λαών χρησιμοποιήθηκαν προς εξυπηρέτηση στόχων συγκεκριμένων ομάδων, με αποτέλεσμα οι επιθυμίες της πλειονότητας του λαού να μην ληφθούν διόλου υπόψη στο τέλος των διαδραματιζόμενων γεγονότων (Συνθήκη της Λοζάνης).

Αυτόν τον πόλεμο τον ήθελε η ελληνική αστική τάξη, νέες αγορές και νέα εδάφη τα οποία θα εκμεταλλεύονταν, καθώς και νέοι πληθυσμοί οι οποίοι θα δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί στα νέα εδάφη που «απελευθέρωναν» με το αίμα τους.

Για να αποφευχθεί η σφαγή και η τραγωδία χρειάζονταν οι αρχές της ειρήνης, του αλληλοσεβασμού, της δημοκρατίας και του διεθνισμού τα οποία ήταν η μόνη δυνατή άλλη λύση. Αυτή όμως δεν μπορούσαν να την επιβάλουν οι εθνικιστές και αστοί ιμπεριαλιστές πολιτικοί που ενδιαφέρονταν για ομοιογενή εθνικά κράτη ελεγχόμενα απολύτως από τις αστικές τάξεις τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας. «Ομοιογενή εθνικά κράτη» σήμαινε εθνοκαθαρίσεις, βιαιοπραγίες, δολοφονίες, πολέμους, καταστροφές, προσφυγιά τόσο για τους έλληνες όσο και για τους τούρκους. Οι μόνοι που μπορούσαν να την επιβάλουν ήταν οι ίδιοι οι λαοί .

Οι μεγάλες δυνάμεις στην Μικρά Ασία:

Μια ματιά στον χάρτη αρκεί για να καταλάβουμε την στρατηγική σημασία της Αυτοκρατορίας. Από την άλλη, η κατοχή περιοχών πλούσιων σε αρκετά μέταλλα και πρώτες ύλες δε φαινόταν καθόλου άσχημος στόχος για την επερχόμενη ιμπεριαλιστική ληστεία. Για παράδειγμα, η ίδια η Μικρά Ασία διέθετε σίδηρο, χρυσό, χαλκό, μάρμαρο κτλ, ενώ είναι φυσικά γνωστή η σημασία του καπνού (κυρίως στον Πόντο) και των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής στην περιοχή του σημερινού Ιράκ, Κουβέιτ κτλ., από τα οποία είχαν τεράστια ανάγκη όλες οι χώρες της Ευρώπης, αλλά και οι ΗΠΑ.

Η χώρα που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως βέβαια μετά την ενοποίησή της το 1871, ήταν η Γερμανία. Με το σύνθημα «δρόμος προς την Ανατολή» οι Γερμανοί άσκησαν μια παγκόσμια πολιτική από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και φυσικά ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία αυτή που βρίσκονταν στον δρόμο τους. Το 1914 το γερμανικό κεφάλαιο αποτελούσε το 32,77% των ξένων επενδύσεων στην Αυτοκρατορία και το 21,31% του δημοσίου της χρέους. Η διείσδυση αυτή των Γερμανών κάλυπτε ένα ευρύτατο φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων και, σε αντίθεση με τη Ρωσία για παράδειγμα, ακολούθησε το δόγμα του Bismarck και των υπόλοιπων ιμπεριαλιστών πολιτικών, σύμφωνα με το οποία της στρατιωτικής κατοχής προηγείται η οικονομική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο σιδηρόδρομος της Βαγδάτης, τον οποίο ανέλαβαν κατά τη δεκαετία του 1870 γερμανικά κεφάλαια, ενώ το 1888 η λειτουργία μέρους της γραμμής, αλλά και η μελλοντική επέκτασή της ανατέθηκαν στη σε γερμανική τράπεζα. Γενικά η Γερμανία έπαιξε μεγάλο ρόλο ακόμα και κατά τη διάρκεια του πολέμου σε αυτό το τεράστιο έργο, που είχε ως απώτερο σκοπό τη δημιουργία της σιδηροδρομικής γραμμής Βερολίνου- Βαγδάτης, που φυσικά θα εξυπηρετούσε άψογα τα συμφέροντα του γερμανικού κεφαλαίου.

Οι δύο κύριες πλευρές με άμεσα συμφέροντα στην περιοχή ήταν οι νικήτριες χώρες στην Ευρώπη το 1918, δηλαδή η Μ. Βρετανία και η Γαλλία. Πέραν των σιδηροδρόμων, η Βρετανία κατείχε από το 1878 την Κύπρο και από το 1882 την Αίγυπτο, με τη δεύτερη ειδικά, λόγω του Σουέζ, να είναι εξαιρετικά σημαντικό σημείο για την ενότητα της μητρόπολης με τις βρετανικές αποικίες και κυρίως την Ινδία. Το αγγλικό κεφάλαιο είχε αρκετά μεγάλο μέρος των ξένων επενδύσεων στην χώρα του Σουλτάνου (αν και αισθητά μικρότερο από το γερμανικό το 1914), σημαντικό ποσοστό του δημόσιου χρέους και ήλεγχε ισχυρές επιχειρήσεις και οικονομικές δυνάμεις στην οθωμανική επικράτεια. Στην ίδια λογική κινούνταν και η γαλλική πολιτική. Η Γαλλία έχει πολύ ισχυρά ερείσματα ως προς το επενδυμένο ξένο κεφάλαιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς και ορυχεία, μετοχικό κεφάλαιο σε τράπεζες κτλ. Σίγουρα μετά την αναγκαστική αποχώρηση της Γερμανίας μετά το 1918 η Γαλλία ήθελε να ενισχύσει τη θέση της ακόμα περισσότερο.

Γιατί μπλέχτηκε η Ελλάδα στο πόλεμο:

Αρχικά να επισημανθεί ότι η περιοχή της Σμύρνης δεν ήταν, τουλάχιστον μέχρι το 1913, μέσα στους πρωταρχικούς στόχους της ελληνικής σοβινιστικής Μεγάλης Ιδέας. Προείχαν άλλοι στόχοι όπως η Μακεδονία, η Κρήτη, φυσικά η Κωνσταντινούπολη, κι ως εκ τούτου η περιοχή της Μικράς Ασίας ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Αυτό άλλαξε πρώτον, επειδή η πλειοψηφία αυτών των περιοχών (Μακεδονία, Κρήτη, Θράκη) ενσωματώθηκε στην ελληνική επικράτεια και δεύτερον επειδή δόθηκε μέσω του Μεγάλου Πολέμου η ευκαιρία στην Ελλάδα να αξιώσει διεκδικήσεις και εκεί.

Η Ελλάδα, ζητώντας να επιβιβάσει στρατό στην Σμύρνη εξυπηρετούσε, κι όχι αθέλητα, τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των Δυνάμεων αυτών έναντι της Τουρκίας. Ήταν άλλωστε εμφανές. Η Συνθήκη των Σεβρών μείωνε δραματικά την οθωμανική επικράτεια και την τουρκική κυριαρχία στην περιοχή και η τουρκική αντίσταση έπρεπε να καμφθεί. «Η Τουρκία έπρεπε να υποχρεωθεί να αφοπλιστεί. Η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά έπρεπε να περάσουν στον έλεγχο των Συμμάχων. Όσες επαρχίες της αυτοκρατορίες ήταν κατοικημένες από πλειονότητες μη τουρκικές έπρεπε να τεθούν κάτω από τον άμεσο έλεγχο των ενδιαφερόμενων δυνάμεων. Η Ελλάδα εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης διέθετε δυνάμεις που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αμέσως.

Στις 10 Αυγούστου 1920, υπογράφτηκε στις Σέβρες της Γαλλίας η Συνθήκη των Σεβρών, που ουσιαστικά ενίσχυε την αποικιακή υποδούλωση της Τουρκίας. Η κυβέρνηση Βενιζέλου ανέλαβε την επιβολή της συγκεκριμένης Συνθήκης, η οποία απορρίφτηκε από την κυβέρνηση Κεμάλ. Έτσι, γενικεύτηκε, ουσιαστικά, ο πόλεμος στο μέτωπο της Μικράς Ασίας ο οποίος τυπικά ξεκίνησε το Μάη του 1919».

Η ελληνική άρχουσα τάξη είχε επίσης συμφέροντα από την κατοχή των εδαφών αυτών, συμφέροντα που έχουν προφανώς να κάνουν με την επέκταση της εσωτερικής ελληνικής αγοράς. Μάλιστα αυτός ο ρόλος του «χωροφύλακα του αγγλικού ιμπεριαλισμού» που ο ελληνικός καπιταλισμός έπαιξε τον ενίσχυσε σημαντικά, πράγμα που φαίνεται από τους αριθμούς και τα στοιχεία και μετά τη σταδιακή παρακμή του, από το 1922 και μετά.

«Η μικρασιατική εκστρατεία, παρά τις προσπάθειες της άρχουσας τάξης να παρουσιαστεί σαν προσπάθεια πραγματοποίησης των ονείρων του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού, που άρχιζαν από την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών και έφταναν μέχρι το φρούδο όνειρο της ανασύστασης της βυζαντινής αυτοκρατορίας και στη δημιουργία της «Μεγάλης Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», στην πραγματικότητα ήταν μια υπερπόντια κατακτητική πολεμική επιχείρηση, πριν απ’ όλα του αγγλικού, αλλά και του γαλλικού και του ιταλικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή και τα πετρέλαιά της».

“Κάτω από τους μανδύες βυζαντινών αυτοκρατόρων, κρύβονταν τραμπούκοι της Αγγλίας”

Στις 15 Μαΐου 1919 λοιπόν αποβιβάστηκε στην πόλη της Σμύρνης η πρώτη μεραρχία του ελληνικού στρατού, από κει και πέρα ο ελληνικός λαός ήταν έρμαιο ενός διεθνούς πολιτικού παιχνιδιού που ουδέποτε μπορούσε να ελέγξει. Το όλο ζήτημα διευθετήθηκε μεταξύ της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, πρώτα με τη συνθήκη του San Remo τον Απρίλιο του 1920 μεταξύ τους και κατόπιν λίγων μηνών με τη Συνθήκη των Σεβρών. Οι Σύμμαχοι σχεδίασαν σταδιακά την απεμπλοκή τους από το ζήτημα της Τουρκίας, κι ενώ στην αρχή ήταν οι ίδιοι που έστειλαν την Ελλάδα και τα στρατεύματά της εκεί, ήταν οι ίδιοι που είχαν και διεκδικούσαν συμφέροντα, ήταν οι ίδιοι που προωθούσαν τον διαμελισμό της Τουρκίας, στο τέλος άφησαν να εννοηθεί ότι ο πόλεμος ήταν καθαρά ελληνοτουρκική υπόθεση και αυτοί κλήθηκαν σε ρόλο ειρηνοποιού. Κατ’ ουσίαν οι Σύμμαχοι άλλαξαν στρατόπεδο, επειδή συνειδητοποίησαν ότι οι αρχικοί τους σχεδιασμοί δεν ταίριαζαν με τις εξελίξεις και έτσι απροκάλυπτα «φόρτωσαν» στην Ελλάδα τις ευθύνες και τις συνέπειες της εμπλοκής, καταστρατηγώντας μάλιστα όχι μόνο τα συμφέροντα του λαού- τα οποία ουδέποτε τις ενδιέφεραν- αλλά και αυτά της υποτιθέμενα κοινών συμφερόντων ελληνικής αστικής τάξης.

Εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα:

Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα η κατάσταση δεν ήταν και τόσο διαφορετική. Η χώρα είχε βγει από τον πόλεμο όντας με την πλευρά των νικητών και προσδοκούσε σημαντικά οφέλη από τη νίκη της αυτή. Όμως τα πάθη της δεκαετίας που τελείωνε δεν είχαν σε καμία περίπτωση σβήσει και το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σκηνικό ήταν ακόμα ιδιαίτερα ταραγμένο.

Για τους εργάτες και τους αγρότες πίσω στη «μητέρα Ελλάδα» ο πόλεμος είχε γίνει μια μισητή υπόθεση πολύ πριν την κατάρρευση της στρατιάς της Μικράς Ασίας. Αυτό φαίνεται παράδοξο σε όσους εξετάζουν την ιστορία από την σκοπιά του έθνους. Και η εξήγηση που δίνουν είναι ο «Διχασμός» ανάμεσα στις δυο στρατιωτικο-πολιτικές μερίδες της κυρίαρχης τάξης ανάμεσα στους Φιλελεύθερους και τους Μοναρχικούς, ανάμεσα στον Βενιζέλο και τον βασιλιά Κωνσταντίνο.

Στη δεκαετία που προηγήθηκε της Μικρασιατικής Καταστροφής, τα κέρδη από τις «μεγάλες εθνικές επιτυχίες» τα καρπώθηκε η κυρίαρχη τάξη, οι τραπεζίτες, οι μικροί και μεγάλοι κερδοσκόποι, οι εφοπλιστές, οι βιομήχανοι (πολλές φορές τα ίδια πρόσωπα είχαν όλες ή περισσότερες από μια από τις παραπάνω ιδιότητες). Τις θυσίες, τις επωμίστηκαν οι εργάτες και οι αγρότες. Θυσίες όχι μόνο σε αίμα, αλλά και σε πείνα και αρρώστια. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και μετά ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έφεραν μια χρυσή βροχή κερδών για τους καπιταλιστές. Η έκταση του ελληνικού κράτους υπερδιπλασιάστηκε, τα μεροκάματα ήταν φτηνά, η διαταραχή του εμπορίου από τον πόλεμο και τον αποκλεισμό τόνωσε τη βιομηχανική παραγωγή.

Όμως, παράλληλα, τα δάνεια για την εξυπηρέτηση της πολεμικής προσπάθειας και τα τεράστια κέρδη που λίμναζαν από ένα σημείο και μετά στα ταμεία των καπιταλιστών, δημιούργησαν συνθήκες που η κερδοσκοπία χτύπησε κόκκινο και μαζί της ο πληθωρισμός. Το 1918 το ελληνικό χρηματιστήριο ζούσε στιγμές δόξας με αιχμή την «ατμοπλοϊκή φρενίτιδα» (ναυτιλιακές εταιρείες) και σύντομα με την ίδρυση νέων τραπεζών: μια από αυτές ήταν η Τράπεζα Καλαμών, η μετέπειτα Πίστεως και σημερινή Alpha Bank.

Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εργατικός Αγών» στις 20 Σεπτεμβρίου 1920 επισημαίνεται το εξής: (μιλώντας για την αστική τάξη) «Δεν μπορείτε να χετε σεις πατρίδα ούτε ιδανικά. Τα ιδανικά σας και η πατρίδα σας είναι κλεισμένα μέσα στο σιχαμερό σας συμφεροντολογικό σας εγώ που την κτηνώδη απληστία του χορταίνει η θυσία του ανθρώπινου αίματος. Η πατρίδα αυτή που την περιτριγυρίζετε μ’ έναν γελοίο πλασματικό φωτοστέφανο είναι η δική μας η πατρίδα. Και οι αληθινοί πατριώτες είμαστε εμείς». Στην ίδια εφημερίδα στις 11 Οκτωβρίου γράφεται το εξής: «Σύντροφοι στρατιώται! Σύντροφοι εργάται και χωρικοί του μετώπου! Εκείνοι που σας έστειλαν στο μέτωπο να σκοτωθείτε, εκείνοι που στην ειρήνη εκμεταλλεύονται τον ιδρώτα σας και το αίμα σας στον πόλεμο για να πλουτίζουν, αποφάσισαν τώρα να εκμεταλλευθούν και την ψήφο σας και τη συνείδησή σας για να διατηρήσουν την εξουσία. (…) Είναι οκτώ τώρα χρόνια που σας σέρνουν από ράχη σε ράχη κι από ρεματιά σε ρεματιά. Είναι οκτώ τώρα χρόνια που δε γνωρίσατε στέγη, που δε γνωρίσατε ησυχία, που δε γνωρίσατε ανάπαυση. Είναι οκτώ τώρα χρόνια που σκοτώνεστε για να πλουτίζουν λίγοι αχρείοι. Είναι οκτώ τώρα χρόνια που δυστυχείτε. Καθημερινώς σας υπόσχονται την ειρήνη, αλλά η ειρήνη που τόσον ποθείτε δεν θα έρθει ποτέ, ενόσω τον τόπο τον κυβερνούν εκείνοι που έχουν συμφέρον να μην πάψουν ποτέ οι πόλεμοι για να πλουτίζουν». Τέλος, στης 29 Νοεμβρίου η εφημερίδα δημοσίευσε: «Τι θέλησε να χτυπήσει στο πρόσωπο του Βενιζέλου ο λαός με την ψήφο της 1ης Νοεμβρίου; Κατά πρώτο λόγο απαλλάχτηκε από έναν απαίσιο πολεμικό εφιάλτη του. (…) Στην Ελλάδα ο Βενιζέλος είχε τον κυνισμό να διακηρύξει απερίφραστα ότι θα έπρεπε να θυσιαστούμε για τα συμφέροντα της αγγλογαλλικής κεφαλαιοκρατίας». Στη συνέχεια στο ίδιο κείμενο αναδεικνύεται αυτό που αποδείχτηκε αληθές στη συνέχεια, ότι ο πόλεμος δε θα σταματούσε απλά επειδή ο Βενιζέλος έφυγε από την εξουσία.

Αν λοιπόν τυπικά ο λαός προτίμησε τον πόλεμο, ουσιαστικά τον επιθυμούσε κυρίως μέσα στα πλαίσια που αυτό του υποβάλλονταν από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Και όσο ο καιρός περνούσε και ο λαός κατανοούσε ότι ο πόλεμος δε θα μπορούσε να του προσφέρει αυτά που αποζητούσε, άρχισε να κλίνει προς την πλευρά της ειρήνης. Ο Βενιζέλος ωφέλησε τις ξένες δυνάμεις (οι οποίες άλλωστε τον βοήθησαν να επανέλθει στην εξουσία το 1917) και τα οικονομικά τους συμφέροντα καθώς και τις ελληνικές ηγετικές ομάδες, κι αυτό ήταν κάτι που ο λαός δεν ξέχασε. Στη 1 Νοεμβρίου τον καταψήφισε όχι επειδή δεν αναγνώριζε την συνεισφορά του σε αυτό που θεωρούσαν ως εθνικό άθλο, αλλά επειδή κατανόησε ότι αυτό ήταν ασήμαντο μπροστά στα σημαίνοντα προβλήματα της χώρας, που άμεσα μάστιζαν την κοινωνική της ζωή.

Στην Ελλάδα ο λαός πεινούσε γιατί οι τιμές των βασικών ειδών κάλπαζαν. Σύντομα θα έπρεπε να σηκώσει και άλλες θυσίες καθώς η εκστρατεία στη Μικρά Ασία ρουφούσε πόρους και ανθρώπους σε απίστευτους ρυθμούς. Η δυσαρέσκεια ενάντια στον πόλεμο ήταν γενικευμένη. Περίπου σε 90.000 υπολογίζονται οι λιποτάκτες και οι ανυπότακτοι εκείνα τα χρόνια. Ήταν ένα τεράστιος αριθμός, αν αναλογιστούμε ότι στο αποκορύφωμα της εκστρατείας, περίπου 180.000 στρατιώτες βρίσκονταν στη Μικρά Ασία, στην πραγματικότητα στα βάθη της Τουρκίας.

Ο εργαζόμενος κόσμος της χώρας απέναντι σε αυτή τη κατάσταση έκτακτης ανάγκης απάντησε με απεργίες. Από το 1919 μέχρι το 1921 ξεσπάνε κύματα απεργιών. Από τους καπνεργάτες της Μακεδονίας ως τους μηχανουργούς του Πειραιά, από τους τραπεζικούς μέχρι τους ηθοποιούς, από τους εργάτες της Ομοσπονδίας Ηλεκτροκινήσεως μέχρι τους σιδηροδρομικούς. Τα γεγονότα του Βόλου, τα λεγόμενα «Φεβρουαριανά», ήταν απόδειξη πόσο το μίσος για τον πόλεμο συνδεόταν με τη ταξική πάλη. Το υπόβαθρο της έκρηξης ήταν η αύξηση της τιμής του ψωμιού. Στις 15 Φλεβάρη 1921, η «Πανεργατική Ένωση» της πόλης σε συνεργασία με το τοπικό τμήμα του ΣΕΚΕ καλούν σε συλλαλητήριο. Τ

Λίγες μέρες μετά τα «Φεβρουαριανά» στο Βόλο ξεκίνησε η θρυλική απεργία των σιδηροδρομικών. Το βασικό αίτημα ήταν το 8ωρο. Από την αρχή η απεργία μετατράπηκε σε μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση. Η αυτοπεποίθηση των απεργών ήταν τόσο δυνατή που όταν η κυβέρνηση τους πρότεινε εννιαμισάωρο, όχι μόνο το απέρριψαν αλλά πρόσθεσαν στα αιτήματα και την …απόλυση των λιγοστών απεργοσπαστών! Τα καράβια και ο σιδηρόδρομος έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στον πόλεμο. Και οι σιδηροδρομικοί, που δεν φημίζονταν για τον ριζοσπαστισμό τους, όχι μόνο απεργούσαν εν καιρώ πολέμου αλλά πρόσβαλαν τα ιερά και τα όσια:

«Κατά το διάστημα της απεργίας έγιναν οι γάμοι του βασιλέως Γεωργίου Β’ στους οποίους προσκλήθηκε να ευλογήσει ο Πατριάρχης Αντιοχείας ο οποίος απεβιβάσθηκε στη Καλαμάτα. Η Κυβέρνησιν εζήτησεν από τη Διοίκηση της ΠΟΣ, να επιτρέψει την κυκλοφορία μίας μηχανής με ένα όχημα για τη μεταφορά του Πατριάρχου στην Αθήνα. Η Διοίκηση όμως αρνήθηκε! Την άρνηση αυτή εκμεταλλεύθηκε η Κυβέρνηση και ο τύπος καθώς και τα ολιγάριθμα όργανά της μέσα στους σιδηροδρομικούς, και τα εξέγειραν κατά της Ομοσπονδίας και της απεργίας». Είναι ενδεικτικό ότι η κυβέρνηση Γούναρη αποφάσισε να τιμωρήσει εκατοντάδες απεργούς σιδηροδρομικούς τον Φλεβάρη του 1921 επιστρατεύοντας τους και στέλνοντάς τους στη Μικρά Ασία .

Το 1921 «έκλεισε» απεργιακά με την απεργία της Ομοσπονδίας Ηλεκτροκινήσεως, (τραμ, ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, γκάζι και ηλεκτρικό της Αθήνας-Πειραιά) τον Νοέμβρη. Ήταν τόσο απόλυτη η απεργία, που όταν «κατέβηκαν οι διακόπτες» έσβησαν τα φώτα στην Βουλή την ώρα που αγόρευε ο Δ. Γούναρης ο πρωθυπουργός.

Αντιπολεμικές διεργασίες:

Τον πόλεμο αυτό ο λαός της Ελλάδος αλλά και οι ελληνικές κοινότητες της μικράς ασίας δεν τον ένιωθαν δικό τους. Είναι μεγάλο το ποσοστό των φαντάρων που λιποτακτούσαν αλλά και συντριπτικά τεράστια η αδιαφορία του πληθυσμού να καταταγεί στον ελληνικό στρατό . Υλικό για το αντιπολεμικό κίνημα στο εσωτερικό του στρατού βρίσκουμε στο ριζοσπάστη της εποχής : «Εκείνο που μας ζήτησαν οι φαντάροι, για λογαριασμό της άγνωστης σε μας αντιπολεμικής οργάνωσης, ήταν έντυπο υλικό. Αποφασίσαμε να τους εξυπηρετήσουμε, ξέροντας ότι έτσι εξυπηρετούμε τον αντιπολεμικό αγώνα. …. Όχι εκατό, ούτε διακόσια φύλλα σε κάθε ταξίδι, αλλά χιλιάδες. Πολλές χιλιάδες. Υπήρχε τόση δίψα για «Ριζοσπάστη» ώστε δεν προφταίναμε να την κορέσουμε. Είμαι βέβαιος ότι τότε θα ξοδεύονταν περισσότερος «Ριζοσπάστης» στο μέτωπο από την υπόλοιπη Ελλάδα, μαζί και την Αθήνα..»

Τον ίδιο Σεπτέμβρη, ο Εργατικός Αγώνας, άλλη εφημερίδα του ΣΕΚΕ, δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο «Η Φωνή των Στρατιωτών του Μετώπου». Ο Βενιζέλος μόλις είχε πετύχει τον «εθνικό θρίαμβο» της Συνθήκης των Σεβρών και πήγαινε για εκλογές. Οι φαντάροι απαντούσαν: «Αφού τόσον καιρό στρώσαμε της Βαλκανικής, της Ρωσίας και της Ανατολής τα βουνά και τους κάμπους με τα κουφάρια μας και με το σκοτωμένο αίμα μας εβάψαμε το χώμα και τις πέτρες τους, αφού οι αφέντες που μας κυβερνάνε μας δέσανε με τις βαρειές αλυσίδες της οργανωμένης βίας σαβανώνοντας τα σπιτικά μας με τη μαυρίλα της δυστυχίας, έρχονται τώρα με την απαίσια ικανοποίηση του θριάμβου των να μας ζητήσουνε ψήφο ευγνωμοσύνης για το μεγάλωμα της ‘Πατρίδος’ και για την απελευθέρωση των ‘υπόδουλων αδελφών’».

Η σφαγή της Σμύρνης:

Η σφαγή και η πυρπόληση της Σμύρνης από τους νικητές κεμαλικούς εθνικιστές, υπήρξε η ύστατη στιγμή μιας μεγάλης ιστορικής διαδικασίας περάσματος από την εποχή των πολυεθνικών αυτοκρατοριών στην εποχή των εθνών-κρατών με όχημα τους κάθε λογής εθνικισμούς. Η Ελλάδα απέτυχε παταγωδώς να συμμετάσχει στη διαδικασία αυτή. Αντίθετα, εξαιτίας των εσωτερικών αντινομιών και συγκρούσεων επέτρεψε το εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, να ολοκληρώση την εθνοκάθαρση, να πνίξει την Ανατολή στο αίμα και να εγκαθιδρύσει ένα μιλιταριστικό αυταρχικό κράτος.

Η ευθύνη ανήκε κυρίως στην παλαιοελλαδική Δεξιά ,στο Παλάτι, τον Ιωάννη Μεταξά, στο Λαϊκό Κόμμα που κέρδισε τις εκλογές με συνθήματα εγκατάλειψης της Μικράς Ασίας και των Μικρασιατών και διαχειρίστηκε τη Μικρασιατική Κρίση από το Νοέμβριο του ’20 έως και τον Αύγουστο του ’22.

Κατέρρεε μια πολυεθνική, θρησκευτική αυτοκρατορία και στη θέση της θα δημιουργούνταν τα νέα έθνη-κράτη. Στην ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορίας που διοικούσαν οι εθνικιστές Νεότουρκοι, οι Έλληνες ήταν 2 εκατομμύρια σε συνολικό πληθυσμό 10 εκατ. Την ίδια στιγμή οι Ελλαδίτες ήταν 4,5 εκατομ. Τελικά απ’ αυτούς, λιγότεροι από 1.5 εκατομ. θα έρθουν πρόσφυγες στα Βαλκάνια, ξεπουλημένοι από τους Ελλαδίτες “ομοεθνείς” τους.

Να θυμηθούμε ότι η ελληνική κυβέρνηση απαγόρευσε στους Μικρασιάτες να συγκροτήσουν δικό τους αυτόνομο μικρασιατικό στρατό και αντίθετα, τους παρέδωσε στους νικητές κεμαλικούς. Επίσης δεν έστειλε ούτε μια σφαίρα στους Πόντιους αντάρτες στο μικρασιατικό Βορρά, οι οποίοι μόνοι τους, παρατημένοι στο έλεος των καιρών έδωσαν το δικό τους αγώνα.

Ακόμη ο εγκληματικός Νόμος της ντροπής, με τον οποίον απαγόρευαν την εκκένωση τη Μικράς Ασίας ενώ είχαν αποφασίσει ήδη να την εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν , στην “Μικρά πλην έντιμον Ελλάδα”. Με το Νόμο αυτό η Μοναρχία με τις υπογραφές των Κωνσταντίνου, Γούναρη και Ρούφου παρέδιδε τους Έλληνες της Μικράς Ασίας στους Τούρκους εθνικιστές. Την πολιτική αυτή υλοποίησαν και μετά την κατάρρευση του μετώπου όταν απαγόρευσαν την εκκένωση της Σμύρνης από τους Έλληνες. Η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος και η Μοναρχία υπήρξαν συνυπεύθυνοι με τον Κεμάλ στη σφαγή της Σμύρνης.

Ακόμα, με τηλεγράφημά (και αργότερα με νόμο) προς τον αρμοστή Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη μετά την ήττα του Αυγούστου του ’22, απαγορεύτηκε η εκκένωση της Ιωνίας από τους Έλληνες βάζοντας σε σειρά προτεραιότητας για την εκκένωση των παραλίων πρώτα τους στρατιωτικούς ,μετά τους δημοσίους λειτουργούς , μετά το αρχείο και τέλος τον πληθυσμό ,διάταγμα το οποίο ουσιαστικά απαγόρευε την αναχώρηση του ελληνικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία και προέβλεπε σκληρή τιμωρία για τους παραβάτες. Δηλαδή η τότε ελληνική κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος παρέδωσε συνειδητά τους Ίωνες στα εθνικιστικά τουρκικά στρατεύματα του προελαύνοντος Κεμάλ πασά.

Οι μόνοι ηττημένοι λοιπόν ήταν οι ανταλλάξιμοι, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης και οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας που υποχρεωτικά εκδιώχθηκαν για τη δικιά τους “μητέρα-πατρίδα”.

Όσο και αν φαίνεται επίσης παράδοξο η Ελλάδα ως κρατικός μηχανισμός και γραφειοκρατία, κέρδισε πάρα πολλά από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το ίδιο και πολλοί ντόπιοι ελλαδικοί πληθυσμοί που “ξεφορτώθηκαν” τους μουσουλμάνους συντοπίτες τους και καταπάτησαν τις περιουσίες τους, δίνοντας στους Μικρασιάτες που έχασαν τα πάντα ένα ξεροκόμματο κι αυτό με το ζόρι.”

Προσφυγιά στην Αθήνα όπως την είδαν οι αστικές φυλλάδες:

«Εφθάσαμεν ούτω να γίνομεν πόλις του Αφγανιστάν, ενώ δεν υπήρχε κανείς λόγος και ενώ μια τοιαύτη κατάστασις δεν είναι αρεστή». Η εφημερίδα είναι η «Βραδυνή», η ημερομηνία είναι 3 Δεκέμβρη 1923 και το σχόλιο έχει τίτλο «Αφγανιστανούπολις».

Δεν ήταν κάποιο μεμονωμένο ξέσπασμα. Οι πολιτικοί πρόγονοι του Σαμαρά, του Δένδια και των φασιστών, έδειχναν μίσος για τους Μικρασιάτες και Πόντιους πρόσφυγες αντίστοιχο με αυτό που επιφυλάσσουν οι απόγονοί τους για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στην Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα. Το «ομόαιμον» και το «ομόεθνον» των τότε προσφύγων καθόλου δεν τους εμπόδιζε να χύνουν το πιο χυδαίο ρατσιστικό δηλητήριο.

Σχεδόν ένα μήνα πριν το άρθρο της Βραδυνής, στις 9 Νοέμβρη 1923, το σύνθημα που κυριαρχούσε στο συλλαλητήριο των μοναρχικών στις Στήλες του Ολυμπίου Διός ήταν: «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες». Το «τουρκόσπορος» ήταν η κλασσική βρισιά για τους πρόσφυγες. Το ίδιο κι άλλες υποτιμητικές εκφράσεις όπως το «γιαουρτοβαφτισμένος», το «παλιοαούτηδες», το «σκατοουγλούδες», το «παστρικιά» για τις γυναίκες (δηλαδή πόρνη).

Η «Καθημερινή», αυτή η υποτιθέμενη ναυαρχίδα του «σοβαρού» συντηρητικού τύπου, πρωταγωνιστούσε σε αντιπροσφυγικό μένος. Το 1928, ο εκδότης της Γ.Α Βλάχος, αποκαλούσε τους μικρασιάτες «προσφυγική αγέλη». Σε άλλο άρθρο του, τον Ιούλη εκείνης της χρονιάς, διαμαρτυρόταν γιατί το Λαϊκό Κόμμα είχε τολμήσει να βάλει τρεις απ’ αυτούς στις λίστες υποψηφίων του: «Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα». Μια άλλη εφημερίδα, το «Σκριπ» έγραφε τις ίδιες περίπου μέρες ότι: «τα συμφέροντα των προσφύγων, κατά μοιραίαν τραγικήν δυσμένειαν, είναι ως γνωστόν τελείως αντίθετα προς τα συμφέροντα των γηγενών».

Κίτρινο περιβραχιόνιο

Για κάποιους άλλους, τέτοιες αντιμετωπίσεις ήταν «ασπιρίνες». Ο Ν. Κρανιωτάκης, εκδότης του Πρωϊνού Τύπου και φανατικός μοναρχικός, πρότεινε το 1933 ένα πιο δραστικό μέτρο: να υποχρεωθούν οι πρόσφυγες να φοράνε ένα κίτρινο περιβραχιόνιο για να ξεχωρίζουν από τους Έλληνες. Δεν ήταν απλά λόγια όλα αυτά. Το 1935, μετά το νόθο πραξικόπημα του στρατηγού Κονδύλη που επανάφερε τη μοναρχία, στον Βόλο: «Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…»

Το μίσος της μοναρχικής δεξιάς για τους μικρασιάτες πρόσφυγες είχε παρελθόν και πριν τη Μικρασιατική Εκστρατεία (το πρώτο μεγάλο κύμα είχε έρθει ανάμεσα στο 1914-1916). Τους θεωρούσαν ως τη βασική δύναμη υποστήριξης του Βενιζέλου. Πράγματι, σε όλη τη δεκαετία του 1920, οι πρόσφυγες ψήφιζαν σχεδόν «μονοκούκι» τα βενιζελικά κόμματα. Και οι πολιτευτές αυτών των κομμάτων τους θεωρούσαν την καλύτερη εκλογική πελατεία.

Αυτό δεν σήμαινε, βέβαια, ότι η υποστήριξή τους στον βενιζελισμό έκανε τη ζωή εύκολη για τους πρόσφυγες. Η Μακρόνησος πριν γίνει τόπος μαρτυρίου της Αριστεράς στον Εμφύλιο ήταν τόπος θανάτου για χιλιάδες πρόσφυγες, από τον Πόντο, που στοιβάχτηκαν εκεί το 1922. Και η συνέχεια για όλους ήταν η ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς, πολλές φορές χωρίς βασικές υποδομές, μεροκάματα χαμηλά ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής και δουλειές του ποδαριού για να επιβιώνουν όπως-όπως. Επόμενο, τα «κοινωνικά» των εφημερίδων να γεμίζουν με ιστορίες τρόμου για την εγκληματικότητα, τα ναρκωτικά, την πορνεία και όλα τα συναφή στους «συνοικισμούς».

ΕΙΚΟΝΕΣ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ:

Επιστρατευμένοι απεργοί σιδηροδρομικοί στο Γ’ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη.

“Εφθάσαμεν ούτω να γίνομεν πόλις του Αφγανιστάν, ενώ δεν υπήρχε κανείς λόγος και ενώ μια τοιαύτη κατάστασις δεν είναι αρεστή», σχόλιο της ΒΡΑΔΥΝΗΣ για τους πρόσφυγες στην Αθήνα.

Κάντε ένα σχόλιο

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ