Αρχιτεκτονική Κληρονομιά της Προσφυγικής Νέας Ιωνίας

Προσφυγική κατοικία τύπου ΙΙ με δυνατότητα στέγασης 4 οικογενειών (οδ. Καραολή & Αγ. Βασιλείου (φωτο Όλγα Βογιατζόγλου)

(Όλγα Βογιατζόγλου – Συνέντευξη με την Όλγα Δακούρα)

«Πόλεις της σιωπής» θα μπορούσαν να ονομαστούν οι προσφυγικοί συνοικισμοί που οικοδομήθηκαν βιαστικά, οργανώθηκαν πρόχειρα κουβαλώντας μέσα τους το σπέρμα του προσωρινού και έζησαν για χρόνια στο περιθώριο των μεγάλων πόλεων –εκεί που δεν έθιγαν τα κεκτημένα, εκεί που δεν τάραζαν τα βλέμματα και τις συνειδήσεις των καθησυχασμένων πολιτών, μακριά, και σήμερα, από την καταγραφή της ιστορίας.

Η φιλοσοφία της Κοινωνίας των Εθνών σχετικά με την αστική εγκατάσταση συμπυκνωνόταν στην άποψη ότι «ο πρόσφυγας της πόλης πρέπει προπάντων να εγκατασταθεί κάπου, όπου θα είναι σε θέση να συνεχίσει την εξάσκηση του επαγγέλματός του ή κάποιου επαγγέλματος, χωρίς το οποίο η εξασφάλιση οποιασδήποτε κατοικίας, εκτός του ότι θα ήταν άχρηστη, θα μπορούσε επίσης να βλάψει και τα συμφέροντά του».

Στο παράδειγμα του συνοικισμού της Ν. Ιωνίας εκφράζεται περισσότερο απ’ ότι σε οποιονδήποτε άλλο συνοικισμό η φιλοσοφία της Κοινωνίας των Εθνών.

Προσφυγική κατοικία τύπου ΙΙμε διακοσμητική χρήση των οικοδομικών στοιχείων (οδ. Ελ. Βενιζέλου & Αγν. Ηρώων (φωτο Όλγα Βογιατζόγλου)

Η περιοχή, γνωστή τότε ως Ποδαράδες, υπήρξε ο χώρος όπου εγκαταστάθηκαν 500 οικογένειες ταπητουργών προσφύγων από τη Σπάρτη της Πισισδίας με σκοπό την οργάνωση της ταπητουργίας και το μπόλιασμά της στην Ελληνική πραγματικότητα. Την καθαρά προσφυγική τεχνογνωσία του Ανατολίτικου χαλιού η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων θεώρησε ως «πανάκεια» για τη λύση του προβλήματος της απασχόλησης των προσφύγων. Για τον σκοπό αυτό με οικονομική ενίσχυσή της ιδρύθηκαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς εργοστάσια ταπητουργίας. Για την υλοποίηση του προγράμματος εφαρμογής και διάδοσης της ταπητουργίας, η Ν. Ιωνία ορίστηκε ως κέντρο με αποτέλεσμα σ’ αυτήν να υπάρξει η μεγαλύτερη συσσωρεύσει βιομηχανικών καταστημάτων. Το έρημο τοπίο των Ποδαράδων που ιδιοκτησιακά ανήκε στο Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου και είχε ως μόνας κατοικίας τις οκτώ οικογένειες των βοσκών και καλλιεργητών του κτήματος μεταμορφώθηκε με την εγκατάσταση των προσφύγων.

Στα 1230 στρέμματα του κτήματος που αγοράστηκαν από την Ε.Α.Π. και εκχερσώθηκαν με ρυθμούς πυρετικούς, χτίστηκαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα 3864 σπίτια που παραχωρούνται τοκοχρεολυτικά. Ο οικισμός οριοθετήθηκε από τα συνεργεία της ΕΑΠ και διαιρέθηκε σε δύο ζώνες. Στον οικιστικό χώρο και στο χώρο των «εργοστασίων και Λατομείων» στην περιοχή της Ελευθερούπολης.

Μέσα σ’ έναν ασύλληπτο οικοδομικό οργασμό, όπου σπίτια, εργοστάσια, γέφυρες, δρόμοι κλπ δημιουργούνταν από το μηδέν, η πόλη της Ν. Ιωνίας έβαλε τις ρίζες της.

Παράλληλα, στην περιοχή του σημερινού Περισσού, ο δαιμόνιος εργοστασιάρχης Νικόλαος Κυρκίνης που ήδη από το 1920 είχε ιδρύσει εργοστάσιο Μεταξουργίας στην περιοχή εκμεταλλευόμενος την συγκυρία που πρόσφερε φθηνό εργατικό δυναμικό και με τους ίδιους ταχείς ρυθμούς εφαρμόζει το μεγάλο οικοδομικό του πρόγραμμα της ίδρυσης μιας βιομηχανικής πόλης. Ιδρύει εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, βαμβακουργίας, ταπητουργίας, ενώ επεκτείνει το αρχικό εργοστάσιο της Μεταξουργίας.

Στην βιομηχανική ζώνη της Ελευθερούπολης από την άλλη μεριά, γηγενείς επιχειρηματίες συνεταιριζόμενοι με πρόσφυγες επενδύουν στην ευοίωνη προοπτική της ταπητουργίας.

Τα βιομηχανικά οικόπεδα προσφέρονται με ευνοϊκούς όρους από την ΕΑΠ με σκοπό την προώθηση της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδος και της απασχόλησης των αστών προσφύγων.

Ο οικισμός παίρνει σιγά σιγά μορφή και αναπτύσσει λειτουργίες πόλης, κοσμικά κέντρα, κινηματογράφους, καταστήματα εμπορικά, τράπεζες, εφημερίδες, καλλιτεχνικούς και αθλητικούς ομίλους, ηλεκτροφωτισμό κλπ. Χωρίς να λείπουν βέβαια τα μεγάλα προβλήματα ύδρευσης, αποχέτευσης, σχολείων, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κλπ.

Το 1926, η Ν. Ιωνία είναι μια πολυάνθρωπη πόλη με 16.382 κατοίκους και με καθαρά προσφυγική συνείδηση.

Το 1934 ανακηρύσσεται ανεξάρτητος Δήμος και αποκτάει δική της οντότητα. Μετά τον Εμφύλιο, η Ν. Ιωνία γίνεται ο αποδέκτης μεγάλης μάζας εσωτερικών μεταναστών. Η προσφυγική της συνοχή διαταράσσεται και η προσφυγούπολη μετατρέπεται σε μια θάλασσα εργατούπολη. «Οι ρυθμοί της προπολεμικής εποχής άλλαξαν, έγιναν σύνθετοι, το χθεσινό αδενικό παιδί, η προσφυγική γειτονιά, παραχώρησε τη θέση της σε έναν ρωμαλέο έφηβο, τη βιομηχανική πόλη», σημειώνει πηγή της εποχής.

Μετά τη δικτατορία του 1967 λίγα πράγματα στην πόλη είναι ίδια. Το προσφυγικό στοιχείο έχει συρρικνωθεί. Η Ν. Ιωνία είναι πλέον μια μεγάλη πόλη. Στη δεκαετία του ΄80, οι αλλαγές είναι ραγδαίες. Διανύουμε την περίοδο της αντιπαροχής. Τα προσφυγικά σπίτια εκτοπίζονται από τις πολυκατοικίες και τα εμπορικά κέντρα. Η βιομηχανία συρρικνώνεται και τη θέση της παίρνει ο τριτογενής τομέας. Η αλλοίωση της φυσιογνωμίας της μεγεθύνεται και ο Βάσος Βογιατζόγλου την αναζητά. «Δεν την βρίσκω πια την παλιά μου πόλη κι ας λένε πως κι αν φεύγεις εσύ από την πατρίδα σου εκείνη δεν φεύγει ποτέ από σένα».

Ο άλλοτε προσφυγικός συνοικισμός της Ν. Ιωνίας έκλεισε ήδη 80 χρόνια πολυκύμαντης ζωής κι έχει γράψει τη δική του ιστορία. Ιστορία που αποτυπώνεται στην φυσιογνωμία των κτιρίων του και στην πολεοδομική του συγκρότηση και που εξακολουθούν να προσδίδουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πόλη.

Αν θέλαμε να μιλήσουμε για αρχιτεκτονική κληρονομιά θα την διαχωρίζαμε σε δυο περιπτώσεις: κτίρια που συγκροτούν τον οικιστικό ιστό και βιομηχανικά συγκροτήματα ή μεμονωμένα κτίρια. Τα προσφυγικά κτίρια ανήκουν στα κτίρια που έχτισε η ΕΑΠ, στο πρόγραμμα της ταχύρυθμης αποκατάστασης των προσφύγων. Το έργο αυτό της ανοικοδόμησης των οικισμών της Αττικής αλλά και της Μακεδονίας σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από ένα επιτελείο 15 ατόμων με επικεφαλής τον εξαίρετο μηχανικό Σγούτα και εργατικό δυναμικό τους ξεριζωμένους πρόσφυγες. Μετά από μελέτη και δοκιμές ο Σγούτας επέλεξε δύο τύπους σπιτιών: Ο πρώτος τύπος (Ι) ήταν ένα μονώροφο σπίτι που χρησίμευε ως κατοικία δύο οικογενειών και διέθετε για κάθε οικογένεια ένα δωμάτιο που χρησίμευε ως σαλόνι – υπνοδωμάτιο (13,5 τ.μ.) ένα κουζινάκι – πλυσταριό και μια αποθηκούλα – ντουλάπα. Ο δεύτερος τύπος (ΙΙ) προέκυψε από την προσθήκη καθ’ ύψος ενός πανομοιότυπου ορόφου που έδινε την δυνατότητα της στέγασης τεσσάρων οικογενειών.

Το στεγαστικό αυτό πρόγραμμα της ΕΑΠ την εποχή του κατηγορήθηκε σφοδρά για κακοτεχνίες και προχειρότητα από τον Προσφυγικό Τύπο που έγραφε: «Τα πέτρινα σπίτια παρασύρονται υπό του ανέμου ως πτερά στρουθοκαμήλου» και «… ο βοριάς παίζει χαρτοπόλεμο με τα κεραμίδια πάνω στους κακόμοιρους τους Ποδαράδες». Οι τιμές των σπιτιών, από την άλλη πλευρά, θεωρούνταν υπέρογκες και το οξύ πρόβλημα της κυριότητας και αποπληρωμής των σπιτιών προκάλεσε το παμπροσφυγικό συλλαλητήριο στη Ν. Ιωνία, στις 31 Μαΐου του 1925.

Όμως, σήμερα, μέσα από μια άλλη ιστορική και αρχιτεκτονική ματιά το πρόγραμμα αυτό της ΕΑΠ θεωρείται κολοσσιαίο επίτευγμα για την εποχή του από την σκοπιά της υλοποίησής του σε τεράστια έκταση και σε ελάχιστο χρόνο. Τα τυποποιημένα κτίρια της ΕΑΠ σχήματος κουτιού, χτισμένα με ντόπια πέτρα και ξύλα και κεραμίδια που εισάγονταν από την Ευρώπη και που οικοδομήθηκαν με κριτήρια τη σχετική λειτουργικότητα και το χαμηλό κόστος σήμερα αποτελούν δείγματα καθαρά λαϊκής αρχιτεκτονικής κινημένης από τις αδήριτες ανάγκες της στιγμής που τη γέννησε και φορτισμένη με πικρές ιστορικές μνήμες.

Έτσι, οι προσφυγικοί οικισμοί παίρνουν τη θέση τους στην ιστορία της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας. Τα βιομηχανικά κτίρια επί πλέον στη Νέα Ιωνία συνιστούν μια ακόμα εκφραστική πτυχή της αρχιτεκτονικής της φυσιογνωμίας. Κτήρια που εκφράζουν τις προθέσεις του ιδιοκτήτη για προβολή, επιβολή και καταξίωση, όπως στα κατάλοιπα της Μεταξουργίας, στα Κλωστήρια Αττικής, στην «Ιωνική Υφαντουργία» και κτήρια που ακολουθούν την βιομηχανική αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου με καθαρό το χρηστικό χαρακτήρα.

Ανάμεσά τους μπορούμε να ξεχωρίσουμε δυο παραδείγματα από τους δύο τύπους: Τα σημερινά Κλωστήρια Αττικής αποτελούσαν το εργοστάσιο Βαμβακουργίας του συγκροτήματος της Ελληνικής Εριουργίας ΣΕ που χτίστηκαν το 1926 στον Κολοφώνα της δόξας του Ν. Κυρκίνη για να εκφράσουν την καταξίωση του ιδρυτή της. Σήμερα, αποτελεί μοναδικό μνημειώδες βιομηχανικό κτήριο με αναγεννησιακά στοιχεία τους χαρακτηριστικούς μπρούτζινους πυργίσκους.

Από την άλλη το σωζόμενο συγκρότημα της Ανατολικής Ταπητουργίας στο Ο.Τ. 150 αποτελεί δείγμα χρηστικής αρχιτεκτονικής αλλά και μινιμαλιστικής εργοστασιακής μονάδας με τον χαρακτηριστικό τύπο της οδοντωτής στέγης και την καμινάδα.

Ένα συγκρότημα μοναδικό που σώζεται πλήρες σε κομβικό σημείο της πόλης και του οποίου η επανάχρηση για τη στέγαση Τεχνολογικού Μουσείου και πολιτισμικών εκδηλώσεων, όπως έχω προτείνει, θα έδινε το στίγμα του ιστορικού παρελθόντος της Ν. Ιωνίας, της άρρηκτα δεμένης προσφυγικής και βιομηχανικής της κληρονομιάς.

Η διττή αρχιτεκτονική κληρονομιά της Ν. Ιωνίας του προσφυγικού και βιομηχανικού παρελθόντος της έχει ήδη αναγνωριστεί από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς προστασίας της, μετά από την επιστημονική της τεκμηρίωση που προέκυψε από την πολύχρονη ενασχόλησή μου με το αντικείμενο. Απομένει, όμως, να την αναγνωρίσει, να την προσδιορίσει για τις μέλλουσες γενιές και ο μόνος κύριος αποδέκτης αυτής της κληρονομιάς που είναι ο Δήμος της Ν. Ιωνίας.

Κάντε ένα σχόλιο

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ