Ο κοκοβιός στον κρόνο

(ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ)

Ν. Ιωνία 195…. Μόλις γύρισα απ’ το σχολείο, πέταξα τη σάκα μου και ζήτησα από τη μάνα μου να μου βγάλει το κοστούμι που μου είχε αγοράσει τα Χριστούγεννα. Καφέ σταυρωτό σακάκι και παντελόνι (κοντό) με άσπρα φυτίλια στις τσέπες. Φόρεσα τις άσπρες κάλτσες μου και τα μαύρα δετά παπούτσια, που φόραγα συνήθως όταν πηγαίναμε στις γιορτάδες των συγγενών μας. Ντύθηκα αργά, τελετουργικά, λες και ετοιμαζόμουνα για κάτι πολύ σπουδαίο. Η μάνα μου με χάζευε μ’ εκείνο το κρυφό καμάρι που έχουν οι μανάδες για τους γιους τους.

«Ο νονός θα με πάει στο θέατρο», μουρμούρισα, καθώς δάγκωνα μια φέτα με ψωμί, αλειμμένη με λάδι και ζάχαρη, για να προλάβω την ερώτησή της.

«Μπα, έχει θέατρο, σήμερα; Πού;»

«Στον Κρόνο».

«Και πού το ξέρεις εσύ;»

«Μοιράσανε χαρτιά στο σχολείο. Είναι ο Κοκοβιός!»

Ο νονός μου ήταν αρτεργάτης, Μικρασιάτης πρόσφυγας, Σπάρταλης, απ’ αυτούς που πρώτοι έχτισαν τη Ν. Ιωνία. Δεν ξέρω αν του άρεσε το θέατρο. Πάντα, όμως, όταν ερχόταν θέατρο στην Ιωνία με πήγαινε κι επειδή ήμουν μικρός και θέλανε οι άλλοι να με σηκώνουν απ’ τη θέση μου, μου έβγαζε και εισιτήριο το οποίο με έβαζε και το κρατούσα στο χέρι μου, σε κοινή θέα, για να μην τολμά κανείς να με σηκώσει. Δεν ξεδιάλυνα, λοιπόν, ποτέ αν του άρεσε το θέατρο. Είχα, όμως, πάντα την υποψία ότι πήγαινε για τις κοπέλες. Η αρχαία προκατάληψη, βλέπετε, που ταύτιζε τη θεατρίνα με την πόρνη.

Όταν πήγα να τον πάρω με περίμενε έτοιμος.

«Άργησες και δεν θα βρούμε θέσεις», μου είπε επιτιμητικά.

«Είναι νωρίς ακόμα», είπα, και βγήκαμε στο δρόμο. Από εκείνη τη στιγμή, όλοι οι δρόμοι της Ν. Ιωνίας οδηγούσαν στον Κρόνο.

Ο Κρόνος ήταν ένας κινηματογράφος στην οδό Καρολίδου, εκεί που είναι σήμερα μια μπουτίκ –ψηλό κτίριο, έπαιζε όλα τα σουξέ της εποχής. Το Φου-Μαν-Τσου, 12 συνέχειες. Τους Λασπανθρώπους του Άρη, 5 συνέχειες, τον Αόρατο Άνθρωπο, τον Φρανκεστάϊν, αλλά και την Καζαμπλάνκα, το Γεράκι της Μάλτας, τους Αθλίους με τον Χάρυ Μπορ. Και ελληνικές ταινίες όπως το Πικρό Ψωμί, τα Ματωμένα Χριστούγεννα, τους Απάχηδες των Αθηνών. Είχε μια κινηματογραφική μηχανή προβολής που ακουγόταν από την οδό Μεσολογγίου και μια ωραία ξανθιά ταμία με κόκκινα βαμμένα χείλη πολύ εντυπωσιακή, κράχτης πραγματικός!

Δεν είχαμε τότε την ευκαιρία να βλέπουμε εντυπωσιακές γυναίκες στην Ιωνία. Οι μανάδες μας στριμωγμένες ανάμεσα στην βιοπάλη και το νοικοκυριό δεν πρόσεχαν τον εαυτό τους. Η ομορφιά τότε είχε κάτι από την αμαρτία κι ήταν πράγμα εμπορεύσιμο (μήπως τώρα δεν είναι;) Τις όμορφες τις παντρεύονταν οι πλούσιοι καταστηματάρχες της Ηρακλείου, που συμμετείχαν ex officio στην κρυπτική ελιτίστικη μασονία των Κυβελείων. Ο ταξικός στρωματισμός, τότε, ήταν κάθετος. Απ’ τη μια μεριά οι πλούσιοι μαγαζάτορες της Ηρακλείου μαζί με την δημοτική και την κυβερνητική γραφειοκρατία και από την άλλη μεριά το ρέμα, φτώχεια και των γονέων. Η Ν. Ιωνία δεν υπήρξε ποτέ η ειδυλλιακή προσφυγούπολη με τα γιασεμιά στις ασβεστωμένες αυλές. Ένα γκέτο φτηνής εργατικής δύναμης ήταν για τα εργοστάσια του Μποδοσάκη και του Κιρκίνη.

Η ουρά έξω απ’ τον Κρόνο ήταν μεγάλη. Ευτυχώς, ο Μενιός, που ήταν μηχανικός προβολής του κινηματογράφου, γνώριζε το νονό μου και μπήκαμε σχετικά εύκολα και πιάσαμε και καλή θέση.

Ο Κοκοβιός, ο Πέτρος Γιαννακός, τον έβλεπα συχνά, πριν πεθάνει, στο Σωματείο των συνταξιούχων ηθοποιών, είχε δημιουργήσει τον τύπο αυτόν στην ταινία του Γ. Τζαβέλα Μαρίνος Κοντάρας, που πρωταγωνιστούσε ο Μ. Κατράκης. Είχε τόση μεγάλη επιτυχία που το σκηνικό του όνομα κατάφερε στο τέλος να υπερισχύσει του βαπτιστικού του, όλοι τον ήξεραν πια σαν Κοκοβιό. Πράγμα καθόλου πρωτόγνωρο αφού και οι μεγάλοι τεχνίτες της commedia del’ arte έπαιρναν τα ονόματά τους από τους ήρωες που ενσάρκωναν. Ο κοκοβιός είναι ένα ψάρι, το πιο άχρηστο και χωρίς αξία ψάρι, επειδή είναι μικρό και πιάνεται πολύ εύκολα. Ο τύπος ήταν κάτι ανάμεσα σε καραγκιόζη, φασουλή, αρλεκίνο και κλόουν. Ήταν ο υπερφυσικός μπεμπές, το παιδί που Δε μεγάλωσε, χαζοέξυπνος και βλακοιδιοφυής. Ο Γιαννακός είχε ένα σουλούπι άκρως κωμικό. Κουνιόταν ολόκληρος όπως η φιγούρα του καραγκιόζη. Φορούσε κοντό παιδικό παντελόνι, μπερέ στο κεφάλι, αρβύλες στα πόδια και είχε μια σάκα στον ώμο. Μιλούσε με επαναλήψεις, όπως τα νήπια, τις σημαδιακές όμως ατάκες τις αμολούσε αστραπιαία και καίρια. Αυτή ήταν πάντα η τέχνη του μεγάλου θεατρίνου το timing. Ήταν ο μαθητής που αρνιόταν να μετακινηθεί από την πρώτη τάξη του Δημοτικού. Ερχόταν συχνά στη Ν. Ιωνία. Είχε συνήθως μαζί του έναν ζογκλέρ, μια χορεύτρια κάτι ανάμεσα σε οριεντάλ και μπαλέτο, σε στυλ γυμναστικών επιδείξεων και άλλους δύο ηθοποιούς, έναν άντρα και μια γυναίκα. Ο Κρόνος που είχε πάλκο μπροστά στο πανί ήταν ότι έπρεπε. Κι ο Αστέρας όμως ήταν κατάλληλος. Είχε έρθει κι εκεί αρκετές φορές. Σκηνικά; Τίποτε. Το άσπρο σεντόνι της οθόνης. Α! Είχε και δυο μουσικούς: ένα βιολί κι ένα ακορντεόν.

Ρεπερτόριο; Πάντα το ίδιο. Το είχαμε δει πολλές φορές. Τραγούδι, ένας χορός, ο ζογκλέρ και τα νούμερα, πάντα τα ίδια. Πάντα νούτικα (από το νου), αυτοσχεδιαστικά, δηλ. άγραφτα, που έβγαιναν εκείνη τη στιγμή απ’ το μυαλό τους.

Ας συγκεντρωθώ τώρα στην παράσταση. Πρώτα, βγήκε μια με μια μαύρη τουαλέτα είπε το σουξέ της εποχής (τάκα τάκα τα πεταλάκια), μετά το Κορίτσι Λάστιχο, έκανε πράγματα και θάματα με το σώμα της, μετά, πάλι τραγούδι (δεν θυμάμαι πιο) και το κλου, ο Κοκοβιός.

Σκηνή πρώτη.

Έβγαινε μαζί με τη Μπουμπού, μια ψηλή, όμορφη κοπέλα που φορούσε ένα πολύ κοντό πράσινο φόρεμα που άφηνε ακάλυπτα τα ευτραφή μπούτια της, όπως ήταν το γούστο της εποχής. Ήσαν συμμαθητές και πήγαιναν στο σχολείο. Η Μπουμπού άριστη μαθήτρια, ο Κοκοβιός σκράπα. Ο διάλογος απλός όπως «πώς πέρασες το βράδυ;» «τι έφαγες;» οπότε ο Κοκοβιός πέταγε την ατάκα:

«Μωρή, Μπουμπού, σου φαίνονται!»

«Πού;», έλεγε η Μπουμπού και γύριζε τα οπίσθιά της στην πλατεία και έσκυβε για να τα κρύψει. Οπότε, βλέπαμε όλοι το κόκκινο βρακί που φορούσε χειροκροτήματα, αγαλλίαση, ΕΠΙΦΑΝΙΑ! Τα άγια Επιφάνια γιορτάζονται κάθε 6 του Γενάρη, εμείς τα γιορτάζαμε κάθε φορά που βλέπαμε το κόκκινο βρακί της Μπουμπούς. Γι’ αυτό γινόταν χαμός για τις θέσεις της πρώτης σειράς που τις ακριβοπλήρωναν οι μερακλήδες.

Σκηνή δεύτερη, το μάθημα.

Ερχόταν ο δάσκαλος. Κλασσικός δημόσιος υπάλληλος, γυαλάκια, χωρίστρα στη μέση και βέργα (μια εφημερίδα τυλιγμένη ρολό). Στο μάθημα, η Μπουμπού απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις, ο Κοκοβιός έλεγε τα αστεία για να γελά ο κόσμος. Π.χ. ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Πες μου, ρε μαντράχαλε, πώς λέγεται η θάλασσα που έχει πολλούς κόλπους; ΚΟΚΟΒΙΟΣ: Κολπατζού. Ο δάσκαλος απ’ έξω, απ’ έξω έβαζε και λίγο χέρι στη Μπουμπού η οποία ακκιζόταν και ΕΠΙΦΑΝΙΑ!

Τρίτη σκηνή, η τελευταία, το διάλειμμα.

Ο Κοκοβιός τρώγει στραγάλια. Η Μπουμπού μπακλαβά. Φέρεται στον Κοκοβιό αφ’ υψηλού, τον σνομπάρει. Εκείνος της λέει ότι είναι μάγος και μπορεί να εξαφανίσει τον μπακλαβά της. Εκείνη δείχνει ενδιαφέρον. Δεν το πιστεύει. Ο Κοκοβιός πιάνει τον μπακλαβά, τον βάζει πάνω σε μια καρέκλα, τον σκεπάζει με τον μπερέ του και αρχίζει το άμπρα-κατάμπρα και ξαφνικά αρπάζει τον μπακλαβά και τον καταπίνει κυριολεκτικά. Φωνές, φασαρία, κακό. «Τι φωνάζεις, μωρή Μπουμπού; Δεν στον εξαφάνισα τον μπακλαβά;»

Το νούμερο τελείωνε με αλλεπάλληλες υποκλίσεις και συνεχείς ΕΠΙΦΑΝΙΕΣ της Μπουμπούς μέσα σε έναν πανζουρλισμό γέλιου και χειροκροτημάτων.
Το Μπουλούκι είναι απόγονος του αρχαίου μίμου, του ταπεινού λαϊκού θεάτρου που δεν κατάφερε ποτέ να μπει στο επίσημο κρατικό πρόγραμμα των Διονυσιακών Εορτών. Είναι η Ελληνική commedia del’ arte, ένα γνήσιο λαϊκό θέατρο χωρίς προσχήματα λογιότητας που ζούσε από τις δραχμές του κόσμου και του χάριζε απλή και χορταστική διασκέδαση.

Κάντε ένα σχόλιο

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ