Ο Πολιτισμός από το “ΜΑΚΡΟΚΟΣΜΟ” του Παγκοσμίου έως το “ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟ” της κοινωνίας της Νέας Ιωνίας

(ΣΤΑΘΗΣ ΟΥΛΚΕΡΟΓΛΟΥ)

Η ομιλία ως μέσον επικοινωνίας, δηλ. η Γλώσσα, είναι ένα από τα βασικά ελαττώματα του Ανθρώπου. Και τούτο, διότι είναι «κατασκευασμένη» από τον ίδιο τον Άνθρωπο», άρα και προσαρμοσμένη στις δυνατότητες αντίληψής του. Γι’ αυτό και όσο διευρύνεται το φάσμα διανοητικής ικανότητας των ανθρώπων, αλλάζουν και οι Γλώσσες, πλουτίζονται (ή φτωχαίνουν – ας προσεχθεί αυτό), αλληλοεπηρεάζονται κλπ. Σαν αποτέλεσμα αυτού, έχουμε το συνηθισμένο «φαινόμενο» να λέει κάποιος μια άποψη, και ο κάθε δέκτης της να καταλαβαίνει (ίσως εντελώς) διαφορετικά πράγματα, ανάλογα με τη διανοητική του ευκινησία ή δυσκινησία, το επίπεδο της μόρφωσής του, ή την πλύση εγκεφάλου που έχει ήδη υποστεί.

Ένεκα όλων αυτών, όταν γράφει κάποιος ένα άρθρο ή δίνει μια συνέντευξη, αν θέλει να μην τον μισήσουν οι αναγνώστες, πρέπει να είναι ολιγόλογος στις διατυπώσεις του και κυρίως, να μη μπαίνει σε επεξηγήσεις, αφήνοντας τον καθένα να δώσει την ερμηνεία που τον ευχαριστεί.

Χρειάστηκε να κάνω αυτόν τον τεράστιο (και δυσανάλογο με τα υπόλοιπα) πρόλογο, για να σας προειδοποιήσω ότι μπορεί να ενοχλήσω λίγο τα νεύρα σας και να σας χαλάσω το κέφι, μια που έχω σκοπό να εξηγήσω όσο το δυνατό περισσότερο αυτά που θα διατυπώσω. Αν δεν σας πειράζει αυτό, μπορείτε να προχωρήσετε παρακάτω.

Η Ελλάδα, προς το τέλος του 20ου αιώνα (που, επί τη ευκαιρία, τελείωσε στις 31/12/00), έχει σημαντικό πρόβλημα Πολιτισμού. Ίσως να μου αντιπαραβάλλετε την άποψη ότι η (όπως ακριβώς εννοείται με όρους σημερινούς) Παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει δυσλειτουργία στον Πολιτισμό όλων των Ευρωπαϊκών Κρατών. Θα σας απαντήσω «ΝΑΙ, έχετε δίκαιο!» ΄Όμως, στις άλλες χώρες της Ευρώπης προϋπήρξε πολιτισμός κάποιων αιώνων που έχει αφομοιωθεί από τους λαούς τους, και το πρόβλημα πλέον εκεί είναι απλή «δυσλειτουργία». Αντίθετα, στην Ελλάδα, όπου από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα γίνεται προσπάθεια δημιουργίας σαφούς Ελληνικού Πολιτισμού, βρισκόμαστε ακόμη στο σημείο να μην έχουμε ξεκαθαρίσει καν την έννοια Πολιτισμός.

Αλήθεια, τι είναι Πολιτισμός; Ένας σύντομος και όχι λάθος ορισμός θα μπορούσε να είναι: «Το σύνολο των ορατών και αοράτων αποτελεσμάτων των διεργασιών της Ανθρώπινης Διάνοιας, στα όρια ενός συγκεκριμένου χώρου και χρόνου και πάντα με τη δυναμική της συνεχούς εξέλιξης ή μετάλλαξης». Και ποιες είναι οι διεργασίες αυτές; Όπως διδασκόμαστε παρατηρώντας στα σοβαρά την Ιστορία του Ανθρώπου, πρόκειται για μια σειρά από ατομικές ή ομαδικές, υποκειμενικές ή αντικειμενικές πράξεις που σκοπό είχαν α) να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης αντικειμενικά-επιστημονικά και β) να παίξουν με εκφραστικά υλικά, καλλιεργώντας και αναπτύσσοντας τις διανοητικές ικανότητες (έμμεσα και μακροπρόθεσμα) με δημιουργήματα υποκειμενικά-καλλιτεχνικά τα οποία μετά από κάποιο χρονικό διάστημα αναγνωρίζονται ως αντικειμενικά.

Μερικά παραδείγματα. Ο πρωτόγονος άνθρωπος θέλει να κοιμηθεί το βράδυ ασφαλής από τις καιρικές συνθήκες και μπαίνει σε μια σπηλιά. Εκεί, όμως, κινδυνεύει από τα άγρια ζώα και σκέφτεται να φτιάξει ένα ξύλινο κατάλυμα, το οποίο με την πάροδο των αιώνων και προκειμένου να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσής του, το φτιάχνει αργότερα από λάσπη, από τούβλα, από τσιμέντο κλπ. Έτσι, ο τρόπος κατασκευής των κατοικιών μιας χώρας αποτελεί μια Παράμετρο του Πολιτιστικού Επιπέδου της, που ίσως να είναι διαφορετικό από αυτό μιας άλλης Χώρας. Ο πρωτόγονος άνθρωπος προσπαθεί να γίνει καλά από τις ασθένειες με θυσίες προς τις ανώτερες δυνάμεις που διαισθάνεται να του καθορίζουν τη ζωή. Όμως, με την πάροδο των αιώνων συμβαίνουν πράγματα που τον κάνουν να καταλάβει ότι υπάρχουν ουσίες-ιάματα που θα του βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης κι ερευνά την ύλη (βιολογία, χημεία κλπ.) ώστε να βελτιώνει συνεχώς τα ιάματα φάρμακα. Οι τρόποι ίασης μιας χώρας, αποτελούν μιαν ακόμα Παράμετρο του Πολιτιστικού της Επιπέδου, που πιθανόν να είναι διαφορετικό από μιας άλλης. Ο πρωτόγονος άνθρωπος εκτονώνεται ψυχολογικά εκφράζοντας με το σώμα του (φωνή, κίνηση, άλλοι σωματικοί ήχοι) αυτά που αισθάνεται (φόβο, λύπη, χαρά κλπ.). Σιγά σιγά δημιουργεί και άλλα μέσα, εκτός του σώματός του, που θα εκφράσουν τα συναισθήματά του. Δηλαδή, φτιάχνει μουσικά όργανα, μάσκες, μπογιές. Αργότερα, φτιάχνει κινηματογραφικές μηχανές, μαγνητόφωνα, video, βελτιώνει τα μουσικά όργανα. Έτσι, δημιουργεί τις τέχνες με σκοπό όχι να βελτιώσει τους τρόπους διαβίωσής του, αλλά να «παίξει» το πολύπλοκο παιχνίδι της χρησιμοποίησης των υλικών που διαθέτει κάθε φορά.

Ας μείνουμε λίγο στην Τέχνη. Αυτή ακολούθησε δυο δρόμους, οι οποίοι στο τέλος του 19ου αιώνα έγιναν τρεις. Ο ένας από τους δυο, ήταν ο Συντηρητικός. Αυτός που περιοριζόταν στα δεδομένα του τόπου, του χρόνου αλλά και των άμεσων αναγκών της συγκεκριμένης κοινωνίας. Αυτός ο δρόμος που βρισκόταν δίπλα στα προβλήματα επιβίωσης του λαού και αποτελούσε μέσο (άμεσα ή έμμεσα) για τη λύση τους. Αυτή η συντηρητική Τέχνη, που αποτελεί πάντα τοπική αποκλειστικότητα, λέγεται Λαϊκή Τέχνη (σήμερα είναι πιο δημοφιλές να μιλάμε για Λαϊκή Παράδοση). Ο δεύτερος δρόμος, είναι ο Προοδευτικός. Αυτός που έπαιρνε υπ’ όψιν τα παγκόσμια δεδομένα και μέσω κάποιου ευφυούς ανθρώπου μονάδας που ονομάζεται Καλλιτέχνης (Μουσουργός, Ζωγράφος, Χορευτής, Ηθοποιός κλπ.) πήγαινε την Τέχνη ένα βήμα πιο μπροστά (με πανανθρώπινα μεγέθη). Πρόκειται για την Τέχνη που συνήθως δεν ασχολήθηκε άμεσα με τα βιοτικά προβλήματα των ανθρώπων. Την Τέχνη που έπαιζε με τις δυνατότητες του Ανθρώπινου Μυαλού με σκοπό να «σκοράρει» μέσω κάποιας συγκεκριμένης μεγαλοφυίας ανέβασμα του δείκτη νοημοσύνης της Ανθρωπότητας. Αυτή την Τέχνη που απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τον λαό (με αποκλειστική υπαιτιότητα των ηγετών του μέχρι τον 19ο αιώνα και του ίδιου του λαού από κει και ύστερα). Αυτή η προοδευτική Τέχνη είναι γνωστή ως Λόγια ή Σοβαρή Τέχνη.

Πριν περάσουμε στον προαναφερθέντα τρίτο δρόμο, θα βάλω το ερώτημα: «Γιατί η Σοβαρή Τέχνη απομακρυνόταν αλλά και συνεχίζει να απομακρύνεται όλο και πιο πολύ από τον λαό;» Η απάντηση είναι απλή. Διότι εδώ και πολλούς αιώνες, η Παιδεία βασίστηκε στη λογική της συσσώρευσης πληροφοριών μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, χωρίς ταυτόχρονη ανάπτυξη της ικανότητας αφομοίωσης των πληροφοριών. Έτσι, το πεδίο γνώσης του κάθε ανθρώπου είναι πολύ περιορισμένο και μικρό σε σχέση με την συνεχώς αυξανόμενη πληθώρα των παγκοσμίων επιτευγμάτων. Αν λάβουμε υπ’ όψιν και το ότι μόλις που προλαβαίνει ο καθένας να ενημερωθεί για τα επιτεύγματα του άμεσου επαγγελματικού του αντικειμένου ενώ οι καλλιεργούντες τη Σοβαρή Τέχνη συνεχίζουν να δημιουργούν πρωτοποριακά «προϊόντα», τότε μας είναι αυτονόητη η απάντηση στην ερώτηση γιατί το χάσμα μεταξύ λαού και Λόγιας Τέχνης μεγαλώνει όλο και περισσότερο.

Κατά το τέλος του 19ου αιώνα αρχίζει να κάνει την εντυπωσιακή εμφάνισή της η βιομηχανία, με σαφείς σκοπούς, να χειραγωγήσει τη ζωή του Ανθρώπου στο σύνολό της. Θέλει να εκμεταλλευτεί τα πάντα. Να τα περάσει μέσα από τη δική της προοπτική. Δεν της ξεφεύγει ούτε η Τέχνη. Η Σοβαρή Τέχνη όμως, απευθύνεται σε λίγους και όλο και σε πιο λίγους. Άρα, δεν παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον. Έτσι, αρχίζει η «γραμμοφώνηση» της Λαϊκής Μουσικής και η διοχέτευσή της μέσα από στάνταρτ διαδικασίες marketing. Τα κεντήματα της Λαϊκής Τέχνης της Ανατολής παράγονται από τη βιομηχανία σε τεράστιες ποσότητες και με ταχύτητες απίστευτες, προκειμένου να προλάβουν την αγορά της Δύσης και να κοσμήσουν βίλες πλουσίων κυριών της Ευρώπης, στρωμένα πάνω σε πανάκριβα τραπέζια βικτοριανού στυλ. Και μετά, όταν περάσει αυτή η μόδα, η βιομηχανία πρέπει να δημιουργήσει νέα «προϊόντα Τέχνης» που να αρέσουν για να μπορέσει να τα εκμεταλλευτεί κι αυτά.

Κι εδώ δημιουργείται το εξής πρόβλημα. Πώς ο λαϊκός οργανοπαίχτης να δημιουργήσει κάτι που να αρέσει, αλλά και να μην είναι ίδιο με αυτό που μέχρι τώρα δημιουργούσε; Ξέρει να το κάνει; Όχι. Δεν ξέρει. Και ο «Λόγιος Καλλιτέχνης» μπορεί να το κάνει; Ναι, μπορεί. Του είναι εύκολο να παρατηρεί τα χαρακτηριστικά της Λαϊκής Τέχνης, να δοκιμάζει ποια απ΄ αυτά αρέσουν στο ευρύ αγοραστικό κοινό και να «προβαίνει» στην ανάλογη παραγωγή. Με τη διαδικασία αυτή, ανοίγεται ένας τρίτος δρόμος, αυτός της Ελαφράς Τέχνης. Πρόκειται δηλαδή για ένα είδος Τέχνης που χρησιμοποιεί το «υλικό» για να προσφέρει λύση στις μη καλλιτεχνικές ανάγκες του ανθρώπου, όπως και η Λαϊκή Τέχνη, αλλά καλλιεργείται από καλλιτέχνες που συμπεριφέρονται σαν Λόγιοι, υπογράφοντες το έργο τους αν και δεν παρουσιάζει καμιά πρωτοτυπία, και απαιτούντες χρηματικές και άλλες αποδοχές από κάθε χρησιμοποίησή του (δισκογράφιση, δημόσια εκτέλεση κλπ.). Και όπως είναι αυτονόητο, η Ελαφρά Τέχνη είναι όχι μόνο συντηρητική, όπως η Λαϊκή (από τη φύση της), αλλά επί πλέον αντιδραστική, αφού συντελεί στη συνειδητή προσπάθεια της Βιομηχανικής επέκτασης σε βάρος της προοδευτικής Λόγιας Τέχνης.

Κι εδώ ακριβώς ξεκινάει το μεγάλο μπλέξιμο στην Ελλάδα, όπου, κυρίως μετά τη δεκαετία του ΄60 αλλά ακόμη χειρότερα μετά τη μεταπολίτευση του ΄74 πέσαμε σε άπειρες παγίδες που μας έβαλαν σε τέτοια πολιτιστικά αδιέξοδα, που οι ευρωπαίοι εταίροι μας γελούν με την καρδιά τους για το πολιτιστικό μας κατάντημα. ΄Έχουμε φτάσει σε σημείο να θεωρούμε προοδευτικούς καλλιτέχνες αυτούς που η ίδια η λογική καταγράφει ως συντηρητικούς ή και αντιδραστικούς, ενώ αγνοούμε (ναι, δεν γνωρίζουμε καν τα ονόματά τους) άλλους που και είναι προοδευτικοί και αναγνωρισμένοι διεθνώς ως ανήκοντες στους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του αιώνα (Ιωάννης Ξενάκης, Νίκος Σκαλκώτας, Γιάννης Χρήστου κλπ.). Αρκεί κάποιος να «πετάξει» κάποιες νότες που δημιουργούν εύκολο άκουσμα πάνω σε ποίημα καταξιωμένου ποιητή και αμέσως θεωρείται ηλιθιοδώς ως «ποιοτικός» συνθέτης, ως «μεγάλος» συνθέτης και βάλε. Φτάσαμε (ναι, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα) να υπάρχουν ανιστόρητοι τραγουδοποιοί που να υποστηρίζουν ότι «οι ταλαντούχοι καλλιτέχνες Δε χρειάζεται να σπουδάσουν» και άλλες τέτοιες ανοησίες. Και το χειρότερο είναι, ότι το φτωχό και συναισθηματικά φορτισμένο μορφωτικό επίπεδο που μας έχουν καλλιεργήσει στο σχολείο, συντελεί στο να γίνονται πιο πιστευτοί από αυτούς που τεκμηριώνουν τα αντίθετα. Για παράδειγμα, φοβάμαι ότι ήδη εσείς που διαβάζετε αυτό το άρθρο, παρ’ όλη την τεκμηρίωσή του, έχετε αρχίσει να αισθάνεστε περίεργα απέναντί μου, διότι σας γκρεμίζω αυτά που έχετε καταχωρήσει στο μυαλό σας ως «ιδανικά». Όμως, η αριστερή μου κουλτούρα Δε μου επιτρέπει να αποκρύψω την Αλήθεια και θα συνεχίσω να τη λέω όσο κι αν τόχω πληρώσει αυτό στο παρελθόν και εξακολουθώ να το πληρώνω. Θα συνεχίσω να καταγγέλλω το παιγνίδι που παίζεται εδώ και μερικές δεκαετίες σε βάρος του λαού και μάλιστα κυρίως (λυπάμαι που το λέω) με τη συνεργασία της Αριστεράς της πατρίδας μας.

Αλήθεια, έχουμε σκεφτεί ποτέ τι απάτη κρύβεται πίσω από τον όρο «Έντεχνο Λαϊκό Τραγούδι;» Για να δούμε, τι θα πει λαϊκό; Αυτό που προέρχεται από τον λαό. ‘Άρα, δημιουργείται, μορφοποιείται και παραλλάσσεται από το ανώνυμο πλήθος. Τι θα πει Έντεχνο; Αυτό που παράγεται μέσα από την τεχνική ικανότητα και προσωπικότητα κάποιου ατόμου, και άρα, φέρει τα προσωπικά επιλεγμένα στοιχεία του δημιουργού , που μπορεί να διαφέρουν από τα τοπικά στοιχεία του τόπου παραγωγής. Δηλαδή, οι έννοιες Έντεχνο και Λαϊκό είναι αντίθετες. Πώς μπορεί, λοιπόν, ένα τραγούδι να είναι και από τα δύο αντίθετα πράγματα; Γιατί, όμως, έχει επιβληθεί αυτή η λάθος ορολογία; Προσέξτε το ρήμα που είπα. Έχει επιβληθεί. ‘Άρα από κάποιους. Από ποιους; Μα από κάποιους που είχαν συμφέρον να διαχωρίσουν τα λεγόμενα «Έντεχνα Λαϊκά» από κάποια άλλα που τα ονόμασαν σκέτο «Λαϊκά», ενώ και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για Ελαφρά Τραγούδια (η Ελαφρά Τέχνη εμπεριέχει εκ των πραγμάτων την έννοια του έντεχνου). Θα σας πρότεινα σ’ αυτό το σημείο να ξαναδιαβάσετε τις προηγούμενες παραγράφους του κειμένου μου που αναφέρονται στη δημιουργία της Ελαφράς Τέχνης.

Ως συνέχεια όλων αυτών, έχουμε τη στημένη «ιδεολογική» διαφορά μεταξύ των οπαδών διαφόρων τάχα ειδών Τέχνης (π.χ. «¨έντεχνο Λαϊκό Τραγούδι», «Έθνικ», «Ροκ», «Χέβι Μέταλ», «Ραπ», «Ελαφρολαϊκό», «Λαϊκό» κλπ.), έτσι ώστε να συντηρείται έντονο το αγοραστικό ενδιαφέρον για πράγματα εντελώς ίδια, που όμως «συσκευάζονται» διαφορετικά για να ξεγελάνε το καταναλωτικό κοινό παρασύροντάς το συναισθηματικά σε παγίδες που του στοιχίζουν και σε χρήμα και σε πολιτιστικό κατέβασμα.

Περνώντας στην πόλη της Ν. Ιωνίας, δεν έχουμε να δούμε κάτι διαφορετικό από όσα προείπα, αφού η Ν. Ιωνία είναι μια Ελληνική πόλη και υφίσταται τα συμβαίνοντα στον Ελληνικό χώρο. Απλά, θα ανασύρω κάποιες τοπικές πολιτιστικές μνήμες που μου έμειναν έντονα στη μνήμη.

Πρώτα απ΄όλα το ΘΕΑΤΡΟ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να ξεφυλλίσουμε το πρόγραμμα του 1965, όπου παιζόταν «Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ» του Ιάκωβου Καμπανέλλη και να διαβάσουμε τα ονόματα: Γ. Α. Μιχαηλίδης, Τάκης Καβαλιεράτος, Διονύσης Σαββόπουλος, Περικλής Κοροβέσης, Λάζος Τερζάς, Πάνος Αναστασόπουλος, Τάσος Υφαντής κ.α. Και δεν είναι μόνο τα ονόματα. Είναι και ότι η έννοια της αποκέντρωσης που σήμερα είναι το αυτονόητο και ζητούμενο, τότε ήταν πρωτοπορία. Κι έτσι, δεν ήταν απαραίτητο να μας πάει ο πατέρας μας στο ακριβό για τις χρηματικές μας δυνατότητες Εθνικό Θέατρο, αφού «τη βολεύαμε» και στη γειτονιά μας και μάλιστα με μια σοβαρότατη θεατρική παραγωγή.

Και ήταν και η Μπάντα του Δήμου με την πανελλήνια πολύ καλή φήμη. Δεν γνωρίζω τους λόγους που οδήγησαν στη διάλυση της Μπάντας, πάντως έχασε ο λαός της Νέας Ιωνίας από αυτό. ‘Άλλωστε από αυτή τη Μπάντα πέρασαν ερασιτέχνες μουσικοί που αργότερα έκαναν καριέρα στην Ελαφρά Μουσική, όπως (αν κάνω λάθος στα ονόματα παρακαλώ να μου συγχωρεθεί) ο Γιάννης Σπυρόπουλος, ο Θεολόγος Στρατηγός, ο Παναγιώτης Πατσόγλου, ο Στέφανος Ψαραδάκος. Αλλά και κάποιοι που κάνουν πλέον καριέρα στη Σοβαρή (ή Λόγια) Μουσική, όπου ο σολίστ Κλασσικής Κιθάρας Δημήτρης Παπουτσόγλου (που εξακολουθεί να είναι και ροκάς), ή οι κλαρινετίστες της Λυρικής Σκηνής Θανάσης Κατερινάκης και Ηλίας Δερμιτζόγλου.

Και μετά ήρθε και η Δημοτική Χορωδία, η οποία ήταν μια πάρα πολύ καλή ιδέα.

Και σε κάθε περίπτωση οι πέντε (ίσως έξι) κινηματογράφοι που ήταν ένας σημαντικός αριθμός, διπλάσιος από τον αριθμό άλλων πόλεων. Αν θυμάμαι καλά, το Μαρούσι είχε δυο χειμερινούς, η Μεταμόρφωση έναν και η Φιλαδέλφεια τρεις.

«Από πρώτο χέρι» ξέρω πολύ καλά και την έκδοση της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ» που εξέδιδε ο πατέρας μου και μετά την έκδοση κάθε τεύχους, γινόμασταν όλο και πιο φτωχοί οικονομικά, μέχρι που ήρθε η Δικτατορία, την έκλεισε και μας έσωσε.

Αν δούμε τον Πολιτισμό και από την κοινωνική του πλευρά, πάντα θυμάμαι τις «συγκεντρώσεις» του τότε «Οίκου Σπάρτης» και σήμερα λέγεται επίσημα «Ένωση Σπάρτης Μικρασίας».

Και κάτι που σήμερα φαίνεται τόσο απόμακρο και ξεθωριασμένο, αν και θάπρεπε να καταγραφεί σε πολλές μεριές για να αποτελέσει μελλοντικό στοιχείο ακριβούς περιγραφής της παλιάς Ν. Ιωνίας. Πρόκειται για τα Κυριακάτικα πρωινά που ξεκινούσαν οι οικογένειες για να επισκεφτούν τους συγγενείς τους και να φάνε μαζί το μεσημέρι, από τη Ν. Ιωνία στην Κοκκινιά, στην Καισαριανή ή και αντίθετα.

Εδώ, να μου επιτρέψετε να αναφερθώ και στις δικές μου δραστηριότητες τοπικού επιπέδου.

Το 1984, αποφασίσαμε να ανοίξουμε με την αδελφή μου τη ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ με σκοπό την ανάπτυξη του μουσικού αισθητηρίου της περιοχής. Επρόκειτο για ένα Μουσικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Πολιτισμού, στο οποίο προσλαμβάναμε μόνο καλούς δασκάλους και καθηγητές, και στο οποίο κανονίζαμε πάντα να έχουμε τα χαμηλότερα δίδακτρα από αυτά που έχουν συνήθως τα Ωδεία. Ταυτόχρονα, στα πλαίσια λειτουργίας της σχολής μας, είχαμε οργανώσει χορωδία και ορχήστρα με την ονομασία ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ ΚΑΙ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ, με τις οποίες είχαμε εμφανιστεί σε τηλεοπτικές εκπομπές της ΕΡΤ, σε συναυλίες στο Πνευματικό Κέντρο της Ένωσης Σπάρτης Μικρασίας και είχαμε ηχογραφήσει τρεις δίσκους με παιδικά τραγούδια και συμμετάσχει σε έναν δίσκο του Λάκη Παππά. Οι δραστηριότητές μας συμπληρώνονταν από μαθητικές συναυλίες και μια ετήσια έκδοση με τίτλο ΜΟΥΣΙΚΑ ΝΕΑ ΣΤΑ ΒΟΡΕΙΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ. Όλα αυτά είχαν ένα τρομερό κόστος που μας ανάγκαζε να χρηματοδοτούμε όλη αυτή την υπόθεση, με αποτέλεσμα να την κλείσουμε τη σχολή τον Ιούνιο του 1999. Ελπίζουμε κάποτε ο Δήμος να δει την αυτονόητη αναγκαιότητα ίδρυσης Δημοτικού Ωδείου και να το στήσει τουλάχιστον με τη σοβαρότητα που το είχαμε εμείς λειτουργήσει για 12 ολόκληρα χρόνια. Διότι, παγκοσμίως επικρατούσα είναι η άποψη, που κι εγώ προσπαθώ να καλλιεργήσω στην Ελλάδα εδώ και 15 χρόνια, ότι ο Πολιτισμός πρέπει να αποκεντρωθεί περνώντας στα χέρια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αφού όμως πρώτα μάθουν οι της Τ.Α. τι είναι Πολιτισμός και να μην παρασύρονται από λαϊκισμούς και «σοφές νόρμες» καιροσκόπων «καλλιτεχνών».

Το 1993 και το 1995, οργανώνουμε με την Ένωση Σπάρτης Μικρασίας τον Α΄και Β΄ (αντίστοιχα) ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΝΕΩΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ, που είχε μεγάλη επιτυχία και που στη συνέχεια σκεφτήκαμε να τον κάνουμε ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΝΕΩΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ, μια που στο μεταξύ είχα γίνει Γενικός Γραμματέας της ΔΙΑΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ και είχα αναπτύξει σχέσεις με τα Μουσικά Πανεπιστήμια όλων των Βαλκανικών Χωρών. ‘Όμως, δεν έγινε τίποτε τελικά, αφού δεν βρέθηκαν τα ανάλογα χρήματα για να καλύψουν ένα τέτοιο γεγονός, και οι Βαλκάνιοι συνάδελφοί μου ακόμη περιμένουν να τους ειδοποιήσω.

Από τον Οκτώβριο του 1999, μαζί με μερικούς πρώην μαθητές μας και νυν πτυχιούχους μουσικούς (Όλγα Αλεξοπούλου, Γιάννης Κατιρτζόγλου, Μιχάλης Καλαμαράς, Κυριάκος Καραμήτρος, Ελένη Δαμοπούλου και Γιάννης Βρυζάκης) ξαναστήσαμε τη χορωδία και ορχήστρα ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, με την ονομασία ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ ΚΑΙ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΒΟΡΕΙΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ και με έδρα πάντα τη Ν. Ιωνία. Έγινε μάλιστα αμέσως δεκτή (λόγω των προηγούμενων δραστηριοτήτων μου) ως μέλος της INTERNATIONAL FEDERATION FOR CHORAL MUSIC, οργανισμού της UNESCO.

Με αφετηρία το παραπάνω, και αφού Δε φαινόταν πουθενά κανένα φως σοβαρής συνεργασίας μου με τη δικιά μας Τοπική Αυτοδιοίκηση, έστησα εδώ κι ένα χρόνο, με έδρα τη Ν. Ιωνία, μια «υπόθεση» παγκόσμιας εμβέλειας, με πολλαπλά πολιτιστικά αντικείμενα, και με συνεργάτες από όλον τον κόσμο (Α. Και Δ. Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Β. και Ν. Αμερική, Αυστραλία), για την οποία υπόθεση δεν θα ανοίξω ακόμη τα χαρτιά μου για λίγους μήνες ακόμη.

Τώρα, αν θέλουμε να κάνουμε και μια κριτική στο τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Ν. Ιωνία, έχουμε να δούμε τα εξής σοβαρά (θα αναφερθώ μόνο στα σοβαρά πράγματα):

Πρώτα, ως προς την προοδευτική παράμετρο του Πολιτισμού. Η Ν. Ιωνία διαθέτει μια Δημοτική Χορωδία που έχει φόντα να προσφέρει έργο, ένα σημαντικό Δημοτικό Εργαστήρι Φωτογραφίας κι ένα Δημοτικό Θέατρο που έχει κάνει πραγματικά θαύματα τόσο με το σημερινό του σκηνοθέτη, Ιωσήφ Πολυκάρπου, όσο και με τον προηγούμενο και πανελλήνια γνωστό ως ιδιοφυή δάσκαλο της Θεατρικής Τέχνης, Πολύκαρπο Πολυκάρπου, ο οποίος μάλιστα τον τελευταίο καιρό διδάσκει στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου στο Τμήμα προετοιμασίας υποψηφίων για τις σχολές θεάτρου. Εδώ κι ένα χρόνο, διαθέτει και τη ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ ΚΑΙ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΒΟΡΕΙΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ που προσπαθεί να αναβιώσει τις «δόξες» των προηγούμενων χρόνων και να προχωρήσει παραπέρα. Τέλος, υπάρχουν πολύ καλοί ποιητές και γενικότερα λογοτέχνες (Βάσος Βογιατζόγλου, Χάρης Σαποντζάκης, Χρήστος Ρουμελιωτάκης, Νίτσα Παραρά-Ευτυχίδου) και ζωγράφοι (Νίκος Κακαδιάρης, Ιωσήφ Πολυκάρπου, Νίκος Βουλγαρέλης, Τρύφων Κόρμπης, Νίκος Γαζέπης, Ιλιάνα Τρίτζη-Κασσιμάτη). Που σημαίνει, ότι η Ν. Ιωνία θα μπορούσε να κάνει μια «πολιτιστική επανάσταση» σε πανελλήνιο επίπεδο, με ένα έξυπνο και πρωτότυπο χειρισμό κάποιου «συντονιστή».

Ως προς τη συντηρητική παράμετρο, δηλ. τη Λαϊκή Παράδοση. Εδώ, πάλι γίνεται σοβαρή δουλειά σε δυο τομείς. Ο πρώτος είναι αυτός των Λαϊκών Παραδοσιακών Χορών, από το Δήμο σε μόνιμη βάση εδώ και πολλά χρόνια, αλλά περιστασιακά κι από άλλα σωματεία (κυρίως προσφυγικά). Ο δεύτερος τομέας είναι αυτός που έχει να κάνει με τη συντήρηση της «φλόγας» που καίει την ψυχή αυτών που ίδρυσαν τη Ν. Ιωνία, ώστε να μην ξεχνούν ότι είναι πρόσφυγες από τη Μικρασία. Εδώ παίζουν σημαντικό ρόλο όλα τα προσφυγικά σωματεία με το σύνολο των δραστηριοτήτων τους (άλλα σωματεία λιγότερο κι άλλα περισσότερο) και θα επισημάνω ιδιαίτερα την Ένωση Σπάρτης Μικρασίας, για τις σημαντικότατες εκδόσεις των βιβλίων της, καθώς και για το χρηστικότατο κτίριο του Πνευματικού της Κέντρου και την αξιοσημείωτη βιβλιοθήκη της, που είναι ανοιχτή στο κοινό και προσβάσιμη.

Πριν κλείσω αυτό το άρθρο, θέλω να ξαναδιατυπώσω με άλλα λόγια μια διαπίστωση που ανέφερα και προηγουμένως:

Η Ν. Ιωνία είναι μια πόλη με σημαντικό παρελθόν και με «γερό» πολιτιστικό δυναμικό. Μπορεί να έχει και ένα σημαντικότατο μέλλον, αρκεί να συντονιστεί όλο το καλό υλικό κάτω από ένα ευφυές σχέδιο και να μη μείνουμε στο επίπεδο των φανταχτερών εκδηλώσεων του σκάρτου υλικού που μακροπρόθεσμα, θα φέρουν τη Ν. Ιωνία όλο και πιο χαμηλά ως προς το πολιτιστικό επίπεδο.

Ο Στάθης Ουλκέρογλου είναι
Συνθέτης Μαέστρος
Δ/ντής Δημοτικού Ωδείου Λιβαδειάς
Δ/ντής Ωδείου Αγ. Στεφάνου
Καλλιτεχνικός Διευθυντής «Διεθνούς Χορωδιακού Φεστιβάλ Αγ. Στεφάνου»
Πρόεδρος «Μαθητικής Χορωδίας Και Ορχήστρας Βορείων Προαστίων»
Καλλιτεχνικός Διευθυντής «Παγκόσμιας Μουσικής Συνάντησης Γυναικών»
Γενικός «Γραμματέας Πανελλήνιας Ένωσης Χορωδιών & Δ/ντών Χορωδίας»
Γενικός Γραμματέας «Διαβαλκανικής Επιτροπής Μουσικής»
Ειδικός Γραμματέας «Ένωσης Σπάρτης Μικράς Ασίας»
Μέλος Κριτικής Επιτροπής «Βραβείου Ιπεκτσί»
Μέλος Επιτροπών Μουσικών Προγραμμάτων Υπουργείου Παιδείας
Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών & της International Federation for Choral Music

Κάντε ένα σχόλιο

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ