Του Γιάννη Πλαχούρη
Πριν τριάντα τόσα χρόνια, αξιώθηκα να γνωρίσω τον κύριο Βάσο Βογιατζόγλου. Σήμερα, που χρειάζεται να καταθέσω αυτή την μνήμη προσδιορισμένη στην κατεύθυνση της κοινωνικής του προσφοράς, αναρωτιέμαι για την δυνατότητα των λέξεων, καθώς οι όμορφες πράξεις αδικούνται όποτε περιγράφονται.
Στην περίπτωσή μας, αναρωτιέμαι πώς θα κατανοήσετε την λεπτότητα που συνοδεύει την δράση του και πώς θα συνειδητοποιήσετε την διαφορά της, χωρίς την γευτείτε; Αναρωτιέμαι, επίσης, αν αξίζει ν’ αποκαλύψουμε τις μυστικές αφορμές που εξηγούν αυτή την διαφορά, σε μια κακόπιστη εποχή έτοιμη να τις λεηλατήσει; Και πώς μπορώ να μεταφέρω ως εσάς την ψυχή παρόμοιας δράσης χωρίς να μαραθεί η ζωντάνια, χωρίς να παρεξηγηθεί η ευγένεια, το ήθος και η ανιδιοτέλειά της; Το αντιμετωπίζω, λοιπόν, ως μοναδική ευκαιρία.
Άλλωστε ο κ. Βάσος Βογιατζόγλου είτε σε αναγνώστες του πνευματικού έργου του, είτε σε αποδέκτες της κοινωνικής του προσφοράς παρέχει διαρκείς ευκαιρίες για ν΄ αντιληφθούμε τις αξίες που οφείλουν να συνοδεύουν τις ανθρώπινες πράξεις. Τι εννοώ; Ο μεγάλος όγκος των εργασιών του, η έκταση που αυτές καλύπτουν και η νοηματική τους πυκνότητα απαιτούν, για κάποιον που θα τολμήσει να τις αντιμετωπίσει στο σύνολό τους, ευρύτατη παιδεία. Ταυτόχρονα, όμως, προϋποθέτουν ένα απόλυτα ελεύθερο νου, έτοιμο να υπερβεί τις συνήθειές του, νου που ξέρει να εμπιστεύεται, ώστε να διευρύνεται για ν’ απολαμβάνει.
Άλλοι έχουμε αγγίξει τον γιατρό, άλλοι τον φίλο, περισσότεροι τον ποιητή, τον ιστορικό, τον γλωσσολόγο, κάποιοι τον διανοητή, τον φιλόσοφο και δοκιμιογράφο, ακόμα και τον δημοσιογράφο ή τον διδάσκαλο. Θα μπορούσα με ευκολία να προσθέσω και μια σειρά πρόσθετες ιδιότητες, όπως τον ζωγράφο, τον τεχνίτη της ξυλογλυπτικής, τον συλλέκτη, τον υφαντή και μια σειρά άλλες Τέχνες χωρίς να τις αδικήσω. Όλες τις θεωρώ πτυχές μιας διαδρομής, που όσο σημαντικές και να είναι, πρέπει να τις ξεχάσω. Διαφορετικά θα μείνω στην επιφάνεια της δράσης του και θα χάσω το βάθος-συνείδησή της. Πιστεύω ότι παρόμοια προσέγγιση δεν μπορεί να την κάνει ούτε η κριτική, ούτε η μνήμη, αφού και οι δυο βλέπουν μέρος του πράγματος. Επειδή:
• Η μνήμη υπάρχει στο παρόν, αλλά ως προβολή μιας παλιάς ιδέας – σκέψης – συναισθήματος.
• Η κριτική αποσυνθέτει συχνά την εικόνα του έργου, χωρίζοντάς το σε διάφορα στοιχεία (ιδέες, συναισθήματα, λόγο, ρυθμό, μύθο κ.οκ), τα οποία στη συνέχεια εξετάζει με υποκειμενικά κριτήρια για να τα κατατάξει. Έτσι, στο τέλος δεν έχουμε το έργο, αλλά τα διάφορα στοιχεία του αποκομμένα από την αρχική τους έμπνευση. Και σε πολλές περιπτώσεις απομονωμένα και από τον δημιουργό τους.
Το έργο του κ Βογιατζόγλου απαιτεί να αλλάξουμε τρόπο προσέγγισης. Σημειώνω ότι με τον παραπάνω τρόπο αντίληψης κινήθηκε η νεώτερη κριτική στην χώρα μας, απόρροια των ιταλικών και, κυρίως, των γαλλικών επιδράσεων στην λογοτεχνία μας, μεταφέροντας δυτικές δοξασίες για τον κόσμο, διαχωρίζοντας σε υποκείμενο και αντικείμενο.
Ο δυϊσμός είναι λάθος στην αντιμετώπιση κάθε μορφής Τέχνης.
Μάλιστα, για το έργο του κ Βάσου Βογιατζόγλου, που εγείροντας το συναίσθημα καταδείχνει την ενότητα, είναι και επικίνδυνο. Κινδυνεύεις να χάσεις το πιο όμορφο της σχέσης. Ότι δηλαδή η λειτουργία αυτή προέρχεται από έναν άνθρωπο συνεπή στις αρχές του, που παραμένει πιστός στο πνεύμα της αρχαίας ηθικής, με κυρίαρχο τον πόθο να διατηρεί την αγνότητά του απέναντι στην ευαισθησία του κόσμου. Παρακαλώ, κρατείστε την παραπάνω επισήμανση γιατί είναι κλειδί να κατανοήσετε μια διαδρομή, να προσπεράσετε τα για μας «ιδιόμορφα», αλλά και για να συναντήσετε την ψυχή της πνευματικής και κοινωνικής του δράσης. Μέσα της πάλλεται μια φωνή, έτοιμη να μας δοθεί, όταν χάσουμε την δική μας. Εξηγούμαι αμέσως.
Κάποιος χώρος αποτελεί για τον καθένα μας την αρχή του. Ο ίδιος αναφέρει ότι η προσωπικότητά του (γεννήθηκε το 1935 στη Νέα Ιωνία) έχει σημαδευτεί βαθιά από την εθνική ταπείνωση της κατοχής, με τα συσσίτια, τον Τατσιράμο που χτυπούσε μια γριά αλύπητα, τα πτώματα στους δρόμους. Από την οδύνη του εμφύλιου με τα λιντσαρίσματα, την βία, τον παραλογισμό, τους βασανισμούς των αντιφρονούντων. Από την φτώχεια και την έχθρα των ντόπιων για τους πρόσφυγες.
«Στο Γυμνάσιο» γράφει «μισούσα την κατάληξη το επωνύμου μου».
Στο φωτογραφείο του πατέρα του αρχίζει να παρατηρεί την λειτουργία της πολιτείας. Το φωτογραφείο βρίσκεται δίπλα στο κτίριο της Χωροφυλακής, όπου στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου κατέληγαν οι αντιφρονούντες. Παράλληλα, είναι σημείο έκθεσης όλης της Νέας Ιωνίας στην πολυμορφία και πολυεπιπεδικότητά της. Επίσης, είναι εκδήλωση μιας ελεύθερης δεμένης οικογένειας, του Ηλία και Μαριάνθης Βογιατζόγλου και πέρασμα του Νίκου Σημηριώτη, του Μένου Φιλήντα και του Νίκου Μηλιώρη.
Προσέξτε το παραπάνω υλικό που προσφέρεται για να το επεξεργαστεί μια ελεύθερη παιδική φύση. Τι συμβαίνει;
• Πρώτα η καθημερινότητα προβάλλει μια σειρά ερωτήματα που ζητούν την ερμηνεία τους.
• Ύστερα η γνώση ορίζεται ως το μέσο που θα τις απαντήσει.
• Τέλος η Τέχνη έρχεται ως ο τόπος όπου εκφράζεται η έμπνευση, δηλαδή το αμέσως πριν την Γνώση, η άχρονη στιγμή που συμπυκνώνονται όλα. Στην έμπνευση περιέχεται κάθε απάντηση για το πρώτο και έσχατο της ύπαρξης.
Πρόκειται για μια αρμονία που πάνω της χτίζεται, συμπληρωμένη στον χρόνο, με παρατηρήσεις, εμπειρίες κι αισθήσεις η ευρύτατη λογοτεχνική και κοινωνική του συμπεριφορά. Επίτηδες την χαρακτηρίζω «συμπεριφορά». Γιατί η κίνηση, η «συμπεριφορά», είναι ο καθρέφτης της συνείδησης και μάρτυρας του περιεχομένου της. Συνήθως, οι λογοτέχνες με την Τέχνη αναπληρώνουν τα κενά τους. Εδώ έχουμε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις, όπου η δράση εκδηλώνεται αυθόρμητα, -ξεχείλισμα αξιών- προβάλλει ως πληρότητα κι είναι κρίμα να την προσπεράσουμε.
Διαλέγει την ιατρική, ως θεραπαινίδα των ασθενειών του σώματος, και την Τέχνη, ως θεραπαινίδα του νου. Είναι πτυχιούχος παθολόγος γιατρός και παιδίατρος –επειδή θέλει να ερευνήσει μεγαλύτερο ιατρικό ορίζοντα. Γράφει σε όλες σχεδόν τις μορφές Λόγου: ποίηση, δοκίμιο, διήγημα, έρευνα, στοχασμοί, χρονογράφημα, σχόλια και ..ρεπορτάζ. Προσφέρει συνεχώς πνευματικό έργο και κοινωνική δράση σ΄ εκπληκτικούς για την υψηλή τους ποιότητα αριθμούς από το, ευτυχώς, ανεξάντλητο απόθεμα της καρδιάς του.
Τα παραδείγματα άφθονα. Και ως προσωπικές εντυπώσεις από τον οικογενειακό φίλο, τον γιατρό των παιδιών μου, τον δάσκαλό μου σε περιοχές εσωτερικής αναζήτησης, αλλά και ως πληροφορίες τρίτων.
Με παρακίνησε στην μετουσίωση της τοπικής εφημερίδας ΙΩΝΙΚΗ, καλύπτοντας χρόνια αμισθί μεγάλο μέρος της ύλης της και συσπειρώνοντας με την παρουσία του σημαντικούς συνεργάτες, μόνο και μόνο για να έχει ο τόπος μας μια αξιόλογη εφημερίδα.
Σε κομβικά σημεία ζωής μού πρόσφερε ξέφωτα και τρόπους για να μην ξεγελιέται η ψυχή μου. Και το έκανε χωρίς να νιώσω ποτέ πίεση, κατωτερότητα, αμηχανία.
Η ζωή του με δίδαξε να τον αγαπώ.
Πολλοί κοινοί φίλοι – Βασίλης Μπατζόγλου, Τάκης Μιχαηλίδης, Ιάσων Ιωαννίδης, Νίκος Βουλγαρέλης κ.ά. – διεύρυναν την αγάπη μου αγαπώντας τον. Οι Νίκος και Ρίτα Μηλιώρη, ο Γιώργος Γεραλής, ο Γιάννης Κορίδης κι ο Τάκης Σινόπουλος μ’ έμαθαν και να τον σέβομαι.
Προσέφερε (από το 1974) εθελοντικά τις υπηρεσίες του και για πολλά χρόνια στη Στέγη Πρόνοιας Γερόντων, στο Ορφανοτροφείο, σε Παιδικές κατασκηνώσεις φορέων της Νέας Ιωνίας. Θυμάμαι το 1976 λειτούργησε δωρεάν ιατρείο στην Σαφράμπολη για τα άπορα παιδιά του Δήμου μας. Άγγιξα ως ακροατής κάποιες από τις άπειρες ομιλίες, διαλέξεις, δωρεάν υπηρεσίες του σε σωματεία και ιδρύματα. Κορύφωση η συμμετοχή του στη μη κυβερνητική οργάνωση «Γιατροί του Κόσμου» όπου πλέον αναλαμβάνει εθελοντικά την ιατρική φροντίδα σεισμοπαθών, παιδιά μεταναστατών, μειονοτήτων, τσιγγάνων και φυλακισμένων μητέρων. Ταυτόχρονα, συνεχίζει την λογοτεχνική του δημιουργία και συμμετέχει, πάντα ως άμισθος συνεργάτης, στην έκδοση περιοδικών κι εφημερίδων. Δεν εγκαταλείπει την Νέα Ιωνία, όπως κάναμε πολλοί από μας. Εδώ, οργανώνει κύκλους πνευματικών εκδηλώσεων τοπικής κι εθνικής εμβέλειας. Ιδρύει Σχολή Φιλοσοφίας. Εκδίδει σημαντικά βιβλία παραχωρώντας τα συγγραφικά δικαιώματα στον Δήμο ή σε συλλόγους.
Το κάνει χωρίς να ενδιαφέρεται για τις αντιδράσεις.
Είναι μια υπηρεσία που δεν κολακεύει τα φυσικά ένστικτα, που οδοιπορεί μακριά από τα συνηθισμένα ανταλλάγματα, που αποκτά ένα διαφορετικό κέρδος από αυτό που επιδιώκουν οι περισσότεροι από μας σήμερα, που μας συμβουλεύει να υψωθούμε πάνω τον εαυτό μας ή να βάλουμε βαθιά το χέρι στην ψυχή μας και να ξεπλύνουμε με το άρωμά της την δυσπιστία των συνανθρώπων μας. Ακόμα, δείχνει πόσο πολύ εύκολα μπορούμε να ανακαλύψουμε τις διαφορές και τις αντιθέσεις μας και πώς μπορούμε να ξαναδούμε τον κόσμο άσπιλο στον ξεπεσμό του. Θαυμάζω την ελεύθερη, χωρίς σκοπιμότητες συμπεριφορά του.
Καταθέτω ένα ενδεικτικό παράδειγμα από το 1981, στα χρόνια του πολιτικού πάθους. Παρακολουθούσα ως δημοσιογράφος τις πολιτικές συγκεντρώσεις. Τον συνάντησα σε τρεις διαφορετικές συγκεντρώσεις κομμάτων κι όταν τον ρώτησα «πώς», έμαθα ότι είχε πάει και στις άλλες δυο συγκεντρώσεις που εγώ, αν και ήταν εργασία μου, απέφυγα να παρακολουθήσω δεμένος στο τότε φανατισμό μου. Το αναφέρω ως στοιχείο ζωής για να αποδείξω ότι ο κ Βάσος Βογιατζόγλου εφαρμόζει ό,τι κηρύσσει.
Τι κηρύσσει;
Την ανατροπή του κίβδηλου στους καιρούς μας. Την αναστροφή σε περιηγήσεις επιφάνειας. Αποδεικνύει ότι η ζωή μας μπορεί να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο. Ότι η προσφορά δεν έχει ανάγκη από το σύνηθες αντίκρισμα που άλλα πολιτικά, κοινωνικά, λογοτεχνικά πρόσωπα εξαργυρώνουν. Ότι παρόμοια δράση, που δεν προσδοκά κι άρα δεν κυνηγά τα εφήμερα, φέρνει γαλήνη ψυχής κι αυτό σε εποχές τρικυμίας είναι αγαθό ανεκτίμητο.
Το έργο του κ Βάσου Βογιατζόγλου γαληνεύει επειδή καταθέτει μια διαρκή θέση. Ανήκει σε μια ηθική που ενθαρρύνει αποκλειστικά την μέριμνα της εσωτερικής τελείωσης και την πραγμάτωση του καλού στην δράση. Όμως τέτοια δράση απαιτεί ηθική πνευματικότητα. Αυτή αντλείται από την πίστη για τον Θεό. Όχι όπως την αντιλαμβάνεται η λαϊκή δοξασία, ενισχύοντας την εικόνα ενός θεού έξω από τον άνθρωπο. Η πίστη του κ Βογιατζόγλου αναμιγνύεται με την φιλοσοφική σκέψη, ενισχύεται με το χρέος μας προς τον οικουμενικό άνθρωπο, δίνεται χωρίς «μεγαλόστομα λόγια» για να μην χάσει την αξία της και, τελικά, επιστρέφει. Πού; Στην παράδοση, τις ρίζες που συγκρατούν το δένδρο κάθε πολιτείας και το ζουν. Κι εδώ επισημαίνω την σημαντικότητά του στην λογοτεχνία της χώρας μας.
Συνεχίζει ένα κίνημα που εκδηλώθηκε το 1929-1942, αναζητώντας την νέα μας εθνική ταυτότητα. Θεματικά σε μια του κατεύθυνση, αυτό εκφράζεται από τον Τάκη Παπατσώνη, που συνεχίζει τα οράματα του Άγγελου Σικελιανού και προοιωνίζει το έργο του Γιώργου Σεφέρη. Όμως ο Παπατσώνης είναι οικείος με το δόγμα των καθολικών, ο Σικελιανός προσπερνά την Ορθοδοξία και αναζητά απ΄ ευθείας στην αρχαία ελληνική σκέψη, ο Σεφέρης παίρνει την αγάπη ως κεντρικό θέμα και την ανακαλύπτει με την παράδοση. Θεματικά πλησιέστερα σε αυτό το ποιητικό ρεύμα από τους νεώτερους είναι ο Καρούζος (άλλοτε θρησκευτικός και άλλοτε φιλοσοφικός ποιητής). Νομίζω, δεν έχω την συνολική γνώση για να χρησιμοποιήσω την λέξη πιστεύω, νομίζω λοιπόν ότι ο κ. Βάσος Βογιατζόγλου είναι από τους λίγους λογοτέχνες που χρησιμοποιώντας την ορθόδοξη παράδοση και τους νεοκλασικούς διεισδύει στους ιδεαλιστές, κυρίως, φιλοσόφους και ερευνά τις σχέσεις τους με την ανατολική φιλοσοφία, κάτι που έκαναν οι Μαβίλης –Σεφέρης (ο δεύτερος από την σχέση του με τον Allan Yeats) και κάποιοι από τους παρνασσιστές, χωρίς όμως να συνδεθούν και να αφιερωθούν τόσο συστηματικά, όπως αυτός κάνει, στη σχέση των δυο παραδόσεων.
Σε μια περίοδο παγκοσμιοποίησης, όπου το τοπικό αναζητά χώρο, με φυσική στροφή στην κλασσική ελληνική σκέψη, παρόμοιο έργο το θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό. Επειδή, κηρύσσει απαλλαγμένο από μυστικισμό. Στηρίζεται σε μια ορθολογική σκέψη, η οποία παρ΄ ότι υμνεί το κατ΄ εξοχή αφηρημένο, την ιδέα του θεού, κατορθώνει να το σχηματοποιεί, το βλέπει με φιλοσοφικό ορθολογισμό, το εξετάζει και το διευρύνει ως την πράξη, αποδεικνύοντας πως η ψυχή του κόσμου είναι κοινή, ενιαία και γνωστή στον καθένα μας.
Προσωπικά πιστεύω, τώρα συνειδητά χρησιμοποιώ την λέξη, ότι ο κ Βάσος Βογιατζόγλου λογοτεχνικά αδικείται, αν δίκαιο σημαίνει αναγνώριση των κριτικών. Και δεν το υποστηρίζω μόνο από την ταύτιση που μοιραία φέρνει η αγάπη σε κάποιο πρόσωπο. Είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς, δηλαδή ο καθρέφτης συνείδησης, της κοινωνίας μας. Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, όταν συνήθως «ιστορία» συντάσσει το «γνωστό», το προβεβλημένο από τα ΜΜΕ και τα πρόσωπα, που είναι συνήθως ανελεύθερα, δεσμευμένα σε παρέες ή ιδεολογίες ή προκαταλήψεις ή φόβους ή αδυναμίες ή ελλείψεις για να επισημάνουν το καινούργιο.
Γνωρίζω πως αυτά δεν ενδιαφέρουν τον κ. Βάσο Βογιατζόγλου. Και αντικειμενικά δεν έχουν καμιά σημασία. Κάθε έργο κινείται σε δικούς του χρόνους και ρυθμούς. Θα ακουστεί όταν σωπάσουν οι μικρόψυχες φωνές και όταν η εποχή μας κριθεί χωρίς σκοπιμότητες. Όταν κατορθώσει το «εγώ» να περάσει στο «είμαι εσύ» και γίνει ωραίο, όμορφο, μεγαλοπρεπές όπως η ύπαρξη.
Γιάννης Πλαχούρης
Δεκέμβριος 2005